επίσημος: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[επίσημος]], -ον, δωρ. τ. [[ἐπίσαμος]])<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[γνωστός]] (α. «[[επίσημο]] [[γεγονός]]» β. «καὶ μὴν ὅδ’ [[ἄναξ]] αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ [[ἐπίσημον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]]<br /><b>3.</b> [[γιορταστικός]], [[ξεχωριστός]] («[[επίσημα]] ρούχα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]], [[σοβαρός]] («επίσημη [[πρόταση]] γάμου»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δημόσια]] ή αναγνωρισμένη [[αρχή]] ή από έγκυρη [[πηγή]] («[[επίσημο]] [[έγγραφο]]»)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι επίσημοι</i><br />αυτοί που κατέχουν ανώτατα [[δημόσια]] αξιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σημείο]], που φέρει [[επιγραφή]] ή [[άλλη]] [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) χαραγμένο<br /><b>3.</b> [[ενεπίγραφος]] («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ [[ἐπίσημα]] πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ | |mltxt=-η, -ο (AM [[επίσημος]], -ον, δωρ. τ. [[ἐπίσαμος]])<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[περίφημος]], [[επιφανής]], [[γνωστός]] (α. «[[επίσημο]] [[γεγονός]]» β. «καὶ μὴν ὅδ’ [[ἄναξ]] αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ [[ἐπίσημον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]]<br /><b>3.</b> [[γιορταστικός]], [[ξεχωριστός]] («[[επίσημα]] ρούχα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έγκυρος]], [[σοβαρός]] («επίσημη [[πρόταση]] γάμου»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[δημόσια]] ή αναγνωρισμένη [[αρχή]] ή από έγκυρη [[πηγή]] («[[επίσημο]] [[έγγραφο]]»)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>οι επίσημοι</i><br />αυτοί που κατέχουν ανώτατα [[δημόσια]] αξιώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σημείο]], που φέρει [[επιγραφή]] ή [[άλλη]] [[παράσταση]]<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) χαραγμένο<br /><b>3.</b> [[ενεπίγραφος]] («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ [[ἐπίσημα]] πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῖσος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[ασπίδα]]) αυτή που έχει [[σύμβολο]] [[επάνω]]<br /><b>5.</b> (για επιληπτικούς) αυτός που έχει [[φανερά]] τα σημάδια της αρρώστιας<br /><b>6.</b> (για [[πρόβατο]]) ποικιλόχρωμο, παρδαλό<br /><b>7.</b> [[διακριτικός]], αυτός που χρησιμεύει για [[διάκριση]] («τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ [[ἐπίσημον]] ἑκάστῳ», Παρμεν.)<br /><b>8.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιφανής]] («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι [[γενέσθαι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> (με μειωτική σημ.) [[περιβόητος]], [[διαβόητος]] («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σήμα]]. Η λ. [[επίσημος]] σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο [[σήμα]] ή [[σφραγίδα]] ([[κυρίως]] για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια [[δημόσια]] ή κρατική [[αρχή]]. Αυτή η [[σημασία]] εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, [[αυθεντικός]]», για να καταλήξει σε «[[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], αξιοσημείωτος»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:26, 6 February 2024
Greek Monolingual
-η, -ο (AM επίσημος, -ον, δωρ. τ. ἐπίσαμος)
1. αξιόλογος, περίφημος, επιφανής, γνωστός (α. «επίσημο γεγονός» β. «καὶ μὴν ὅδ’ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει μνῆμ’ ἐπίσημον», Σοφ.)
2. σπουδαίος, σημαντικός
3. γιορταστικός, ξεχωριστός («επίσημα ρούχα»)
νεοελλ.
1. έγκυρος, σοβαρός («επίσημη πρόταση γάμου»)
2. αυτός που προέρχεται από δημόσια ή αναγνωρισμένη αρχή ή από έγκυρη πηγή («επίσημο έγγραφο»)
3. ως ουσ. οι επίσημοι
αυτοί που κατέχουν ανώτατα δημόσια αξιώματα
αρχ.
1. αυτός που έχει σημείο, που φέρει επιγραφή ή άλλη παράσταση
2. (για νόμισμα) χαραγμένο
3. ενεπίγραφος («ἄλλα τε ἀναθήματα οὐκ ἐπίσημα πολλὰ ἀπέπεμψε ἅμα τούτοισι ὁ Κροῖσος», Ηρόδ.)
4. (για ασπίδα) αυτή που έχει σύμβολο επάνω
5. (για επιληπτικούς) αυτός που έχει φανερά τα σημάδια της αρρώστιας
6. (για πρόβατο) ποικιλόχρωμο, παρδαλό
7. διακριτικός, αυτός που χρησιμεύει για διάκριση («τοῖς δ’ ὄνομ’ ἄνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ», Παρμεν.)
8. (για πρόσ.) επιφανής («Ἑλλήνων μέν τινες ἐπίσημοι βουλόμενοι γενέσθαι», Ηρόδ.)
9. (με μειωτική σημ.) περιβόητος, διαβόητος («βίου δὲ διὰ δημοκοπίαν και προπέτειαν επισήμου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σήμα. Η λ. επίσημος σήμαινε αρχικά τον έχοντα στην επιφάνειά του κάποιο σήμα ή σφραγίδα (κυρίως για νομίσματα), άρα τον προερχόμενο από κάποια δημόσια ή κρατική αρχή. Αυτή η σημασία εύκολα επεκτάθηκε σε «ἐγκυρος, αυθεντικός», για να καταλήξει σε «σπουδαίος, σημαντικός, αξιοσημείωτος»].