σύστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=systremma
|Transliteration C=systremma
|Beta Code=su/stremma
|Beta Code=su/stremma
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[twist]]ed up [[together]]: hence,<br><span class="bld">1</span> [[globe]], [[ball]], ἐξ ἐρίου Sor.2.87; [[ἐρίου]] ibid., Orib.''Syn.''9.55.1; ἐκ σχοινίου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σπεῖον]]; συστρέμματα = [[round]] [[drop]]s of [[water]], Arist.''Mu.'' 394a32.<br><span class="bld">2</span> [[body of men]], [[crowd]], [[concourse]], Plb.1.45.10, 35.4.14; [[band]], [[company]], Id.4.58.4, [[LXX]] ''2 Ki.''4.2, al.; esp. [[corps]] of 1024 [[light-armed]] (= 2 [[ξεναγία]]ι), Ascl.''Tact.''6.3, Ael.''Tact.''16.3, Arr.''Tact.''14.5; of [[ἔφηβος|ἔφηβοι]], ''IG''22.2047 (συνστ-), al.: whence [[συστρεμματάρχης]], ου, ὁ, title of 4 [[ἔκτακτος|ἔκτακτοι]] attached to an [[ἐπίταγμα]] τῶν ψιλῶν (cf. [[ἐπιξεναγός]]), Ascl.''Tact.''6.3, Arr.''Tact.''14.6, Ael.''Tact.''16.4, ''IG''22.3749; and [[συστρατηγαρχέω]], ''IG''22.2127 ([[συνστρατηγαρχέω]]), 2197, al.<br><span class="bld">3</span> [[tumour]], Hp.''Prorrh.'' 2.41, ''Epid.''2.3.12, Gal.''UP''8.8, etc.<br><span class="bld">b</span> [[concretion]] in the motions, Hp.''Epid.''4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762.
|Definition=συστρέμματος, τό,<br><span class="bld">A</span> anything [[twist]]ed up [[together]]: hence,<br><span class="bld">1</span> [[globe]], [[ball]], ἐξ ἐρίου Sor.2.87; [[ἐρίου]] ibid., Orib.''Syn.''9.55.1; ἐκ σχοινίου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[σπεῖον]]; συστρέμματα = [[round]] [[drop]]s of [[water]], Arist.''Mu.'' 394a32.<br><span class="bld">2</span> [[body of men]], [[crowd]], [[concourse]], Plb.1.45.10, 35.4.14; [[band]], [[company]], Id.4.58.4, [[LXX]] ''2 Ki.''4.2, al.; esp. [[corps]] of 1024 [[light-armed]] (= 2 [[ξεναγία]]ι), Ascl.''Tact.''6.3, Ael.''Tact.''16.3, Arr.''Tact.''14.5; of [[ἔφηβος|ἔφηβοι]], ''IG''22.2047 (συνστ-), al.: whence [[συστρεμματάρχης]], ου, ὁ, title of 4 [[ἔκτακτος|ἔκτακτοι]] attached to an [[ἐπίταγμα]] τῶν ψιλῶν (cf. [[ἐπιξεναγός]]), Ascl.''Tact.''6.3, Arr.''Tact.''14.6, Ael.''Tact.''16.4, ''IG''22.3749; and [[συστρατηγαρχέω]], ''IG''22.2127 ([[συνστρατηγαρχέω]]), 2197, al.<br><span class="bld">3</span> [[tumour]], Hp.''Prorrh.'' 2.41, ''Epid.''2.3.12, Gal.''UP''8.8, etc.<br><span class="bld">b</span> [[concretion]] in the motions, Hp.''Epid.''4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύστρεμμα -ατος, τό [συστρέφω] bal geneesk.: [[tumor]], [[knobbel]]. [[klomp]], [[klont]].
|elnltext=σύστρεμμα, συστρέμματος, τό [[συστρέφω]] bal geneesk.: [[tumor]], [[knobbel]]. [[klomp]], [[klont]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύστρεμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[сборище]], [[куча]], [[толпа]], Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[шарик]], [[капля]] (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).
|elrutext='''σύστρεμμα:''' συστρέμματος τό<br /><b class="num">1</b> [[сборище]], [[куча]], [[толпа]], Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[шарик]], [[капля]] (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ.
|lsmtext='''σύστρεμμα:''' συστρέμματος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· [[πλήθος]] ανθρώπων, άτακτη [[συρροή]], [[ανάμεικτος]] όχλος, σε Πολύβ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, [[ὄχλος]], [[συρροή]], Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― [[μάλιστα]] [[σῶμα]] ἐκ 1024 ἀνδρῶν, [[ὅθεν]] συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.
|lstext='''σύστρεμμα''': τό, πᾶν πράγμα [[ὁμοῦ]] συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· [[ὅθεν]], 1) [[σφαῖρα]], «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[σπεῖον]]· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, [[ὄχλος]], [[συρροή]], Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― [[μάλιστα]] [[σῶμα]] ἐκ 1024 ἀνδρῶν, [[ὅθεν]] [[συστρεμματάρχης]], Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) [[οἴδημα]], πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] [[twisted]] up [[together]]: a [[body]] of men, a [[crowd]], [[concourse]], Polyb. [from [[συστρέφω]]
|mdlsjtxt=[[σύστρεμμα]], συστρέμματος, τό,<br />[[anything]] [[twisted]] up [[together]]: a [[body]] of men, a [[crowd]], [[concourse]], Polyb. [from [[συστρέφω]]
}}
}}

Revision as of 13:00, 2 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύστρεμμα Medium diacritics: σύστρεμμα Low diacritics: σύστρεμμα Capitals: ΣΥΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: sýstremma Transliteration B: systremma Transliteration C: systremma Beta Code: su/stremma

English (LSJ)

συστρέμματος, τό,
A anything twisted up together: hence,
1 globe, ball, ἐξ ἐρίου Sor.2.87; ἐρίου ibid., Orib.Syn.9.55.1; ἐκ σχοινίου Hsch. s.v. σπεῖον; συστρέμματα = round drops of water, Arist.Mu. 394a32.
2 body of men, crowd, concourse, Plb.1.45.10, 35.4.14; band, company, Id.4.58.4, LXX 2 Ki.4.2, al.; esp. corps of 1024 light-armed (= 2 ξεναγίαι), Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.5; of ἔφηβοι, IG22.2047 (συνστ-), al.: whence συστρεμματάρχης, ου, ὁ, title of 4 ἔκτακτοι attached to an ἐπίταγμα τῶν ψιλῶν (cf. ἐπιξεναγός), Ascl.Tact.6.3, Arr.Tact.14.6, Ael.Tact.16.4, IG22.3749; and συστρατηγαρχέω, IG22.2127 (συνστρατηγαρχέω), 2197, al.
3 tumour, Hp.Prorrh. 2.41, Epid.2.3.12, Gal.UP8.8, etc.
b concretion in the motions, Hp.Epid.4.52, Antyll. ap. Orib.8.6.21, Gal.16.762.

German (Pape)

[Seite 1045] τό, 1) das Zusammengedrehte, Zusammengewundene, die Rundung, z. B. eines Tropfens. – 2) Versammlung, Rotte, Haufe, Pol. 1, 45, 10 u. oft. – 3) bei den Aerzten Geschwulst, Hippocr. u. A. – 4) bei Sp. alles künstlich Gedrehte, dah. übertr. List, Ränke, Nachstellung.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qui se pelotonne ou se condense, particul. :
I. rouleau, peloton ; p. anal.
1 troupe d'hommes ; spécial. corps de 1024 h. d'infanterie légère;
2 condensation ou dépôt d'humeurs, abcès;
3 sorte de concrétions mêlées aux excréments;
II. averse de pluie, trombe d'eau.
Étymologie: συστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύστρεμμα, συστρέμματος, τό συστρέφω bal geneesk.: tumor, knobbel. klomp, klont.

Russian (Dvoretsky)

σύστρεμμα: συστρέμματος τό
1 сборище, куча, толпа, Polyb.;
2 шарик, капля (ὄμβρου συστρέμματα Arst.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ συστρέφω
1. καθετί το συνεστραμμένο
2. (κατ' επέκτ.) κουβάρι, τυλιχτάρι
μσν.
μτφ. συνωμοτικό σχέδιο («πονηρὸν τεκτηνάμενος σύστρεμμα», Νικ. Χων.)
αρχ.
1. πλήθος ανθρώπων, όχλος
2. συντεταγμένη ομάδα, λόχος («καὶ οἰ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων», ΠΔ)
3. σώμα αποτελούμενο από δύο ξεναγίες
4. νεόπλασμα στα εντόσθια
5. οίδημα, φλεγμονή, απόστημα
6. φρ. «ὄμβρου συστρέμματα» — στρογγυλές σταγόνες βρόχινου νερού.

Greek Monotonic

σύστρεμμα: συστρέμματος, τό, οτιδήποτε έχει συστραφεί, στριφογυριστεί· πλήθος ανθρώπων, άτακτη συρροή, ανάμεικτος όχλος, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

σύστρεμμα: τό, πᾶν πράγμα ὁμοῦ συνεστραμμένον, ὡς τὸ συστροφὴ ΙΙ· ὅθεν, 1) σφαῖρα, «τυλικτόρι», «κουβάρι», σ. ἐξ ἐρίων Παῦλ. Αἰγ. 3. 27· ἐκ σχοινίου Ἡσύχ. ἐν λέξ. σπεῖον· ὄμβρου συστρέμματα, στρογγύλαι σταγόνες ὕδατος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 6. 2) πλῆθος ἀνθρώπων, ὄχλος, συρροή, Πολύβ. 1. 45, 10., 4. 58, 4· ― ὁμὰς ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Δ΄, 2, κ. ἀλλ.)· ― μάλιστα σῶμα ἐκ 1024 ἀνδρῶν, ὅθεν συστρεμματάρχης, Ἀρρ. Τακτ. σ. 10, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγγρ. 285. 3. 3) οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. Προρρ. 11, πρβλ. 1028Ε. Γαλην., κλπ. β) νεόπλασμα ἐν τοῖς ἐντοσθίοις, Ἱππ. 1139Α, Ἄντυλλ.

Middle Liddell

σύστρεμμα, συστρέμματος, τό,
anything twisted up together: a body of men, a crowd, concourse, Polyb. [from συστρέφω