ἐπικράτεια: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπικράτεια]], ἡ, [ἐπικρᾰτής]<br /><b class="num">I.</b> [[mastery]], [[dominion]], [[possession]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[country]], a [[realm]], [[dominion]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐπικράτεια]], ἡ, [ἐπικρᾰτής]<br /><b class="num">I.</b> [[mastery]], [[dominion]], [[possession]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> of a [[country]], a [[realm]], [[dominion]], Xen.
}}
{{trml
|trtx====[[superiority]]===
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: [[優勢]], [[优势]], [[優越]], [[优越]]; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: [[supériorité]]; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: [[Überlegenheit]]; Greek: [[ανωτερότητα]], [[υπεροχή]]; Ancient Greek: [[βελτιότης]], [[διαφορά]], [[ἐκπρέπεια]], [[ἐπικράτεια]], [[ἐπικράτησις]], [[περισσεία]], [[περισσότης]], [[πλεονέκτημα]], [[πλεονεξία]], [[πλεονεξίη]], [[προτέρημα]], [[προτέρησις]], [[ὑπέρβλημα]], [[ὑπερβολή]], [[ὑπεροχή]], [[ὑπερτερία]], [[ὑπερφέρεια]]; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: [[superiorità]]; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: [[superioritas]]; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: [[superioridade]]; Romanian: superioritate; Russian: [[превосходство]], [[старшинство]]; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: [[superioridad]]; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство
}}
}}

Revision as of 15:32, 10 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτεια Medium diacritics: ἐπικράτεια Low diacritics: επικράτεια Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: epikráteia Transliteration B: epikrateia Transliteration C: epikrateia Beta Code: e)pikra/teia

English (LSJ)

ἡ,
A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.
2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν . S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.
3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ… στροβοῦνται Polystr.p.22 W.; αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8.
II. of a country, realm, dominion, ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep.349c; of a Roman province, Ph. 2.518,583 (pl.).

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, Übergewalt, Oberherrschaft, Gewalt; ἔξω τῆς τοῦ τυράννου ἐπικρατείας γίγνεσθαι Xen. Hier. 6, 13; öfter Pol.; Sieg, 2, 1, 3, D. Cass. 65, 18; – das Gebiet, εἰς τὴν Καρχηδονίων ἐπικράτειαν φυγεῖν Plat. Ep. VII, 349 c; κρήνη ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. An. 6, 2, 4; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 empire, souveraineté;
2 empire sur soi-même;
3 pays soumis à une domination, empire, royaume.
Étymologie: *ἐπικρατής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικράτεια: (ρᾰ) ἡ
1 господство, владычество, власть, обладание: καταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. передать что-л. в чье-л. владение;
2 владения, область (Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.): κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. источник, текущий в этой области;
3 (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.: κατ᾽ ἐπικράτειαν Sext. в большей части.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτεια: ἡ, (ἐπικρᾰτὴς) κυριότης, κυριαρχία, κατοχή, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28, Πολύβ. 12. 25, 3, κτλ.˙ ὑπεροχή, νίκη, τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείας Πολύβ. 2. 1, 3. 2) ἐπικράτησις, Πλούτ. 2. 906C, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 80. ΙΙ. ἐπὶ χώρας, ἡ οὖσα ὑπὸ τὸ κράτος, τήν ἐξουσίαν τινός, ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας Ξεν. Ἀν. 7. 6, 42˙ κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος... ἐπ’ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου, ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ χωρίου, αὐτόθι 6. 4, 4˙ φθάνει... εἰς τὴν Καρχηδονίαν ἐπικράτειαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Ἐπιστ. 349C. - Ἐπὶ γλώσσης, χρῆσις, Ἀπολλ. Δ. Σύντ. 326. 13, Ἀριστείδ. Κυντ. 44.

Greek Monolingual

η (AM ἐπικράτεια) επικρατής
εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.)
νεοελλ.
«Συμβούλιο της Επικρατείας» — ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί και συμβουλευτικό όργανο της κεντρικής διοίκησης
νεοελλ.-μσν.
κράτος, πολιτεία, χώρα που υπάγεται σε ενιαίο διοίκηση («η ελληνική επικράτεια»)
μσν.
ο χρόνος της εξουσίας κάποιου
αρχ.-μσν.
κυριότητα, εξουσία, κυριαρχία
αρχ.
1. υπεροχή, νίκη («ταῆς Καρχηδονίων ἐπικρατείας», Πολ.)
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) δύναμη, τάση για επικράτηση, υπερίσχυση
3. φρ. «αἱ κατ’ ἐπικράτειαν δόξαι» — η θεωρία, η δοξασία που επικρατεί.

Greek Monotonic

ἐπικράτεια: ἡ (ἐπικρᾰτής),
I. κυριότητα, κυριαρχία, κατοχή, σε Ξεν.
II. λέγεται για χώρα, βασίλειο, κυριαρχία, κτήση, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐπικράτεια, ἡ, [ἐπικρᾰτής]
I. mastery, dominion, possession, Xen.
II. of a country, a realm, dominion, Xen.

Translations

superiority

Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство