σημασία: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
m (Text replacement - "{{trml↵|trtx====meaning===↵Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: 意義/意义, 含義/含义, 意思, 意味; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: waarde, betekenis; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: m...) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[meaning]]=== | |trtx====[[meaning]]=== | ||
Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: | Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Moroccan Arabic: معنى; North Levantine Arabic: معنى; South Levantine Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: [[意義]], [[意义]], [[含義]], [[含义]], [[意思]], [[意味]]; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: [[waarde]], [[betekenis]]; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: merkitys; French: [[signification]], [[sens]]; Galician: significado; Georgian: მნიშვნელობა; German: [[Bedeutung]]; Greek: [[σημασία]]; Ancient Greek: [[βούλημα]], [[βούλησις]], [[διανόημα]], [[διάνοια]], [[διανοίη]], [[διανοιία]], [[διανοιΐα]], [[δύναμις]], [[ἔμφασις]], [[ἐνθύμαμα]], [[ἐνθύμημα]], [[ἔννοια]], [[ἐννοίη]], [[νοούμενον]], [[παρέμφασις]], [[σαμασία]], [[σημαινόμενον]], [[σημασία]], [[σημασίη]], [[τὸ νοούμενον]], [[τὸ σημαινόμενον]]; Gujarati: અર્થ; Hausa: ma'ana; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מַשְׁמָעוּת; Hindi: मतलब, अर्थ, मअनी; Hungarian: jelentés; Icelandic: merking; Indonesian: arti, makna, maksud; Italian: [[significato]]; Japanese: 意義, 意味; Kazakh: мағына; Khmer: សំនួន; Korean: 뜻, 의미(意味), 의의(意義); Kurdish Northern Kurdish: wate, mane; Kyrgyz: маани; Lao: ຄວາມຫມາຽ; Latvian: jēga, nozīme; Limburgish: beteikenis; Lithuanian: prasmė; Macedonian: значење; Malay: makna, erti, maksud; Malayalam: അർത്ഥം, സാരം; Mongolian Cyrillic: утга; Mongolian: ᠤᠳᠬ; ᠠ; Norwegian Bokmål: mening, betydning; Old English: andgiet; Pashto: معنى, معنا; Persian: معنی, مطلب; Polish: znaczenie; Portuguese: [[significado]]; Romanian: semnificație, sens; Russian: [[значение]]; Sanskrit: अर्थ; Scots: meanin; Serbo-Croatian Cyrillic: значе̄ње; Roman: znáčēnje; Slovak: význam; Slovene: pomen; Spanish: [[sentido]], [[significado]]; Swahili: maana; Swedish: mening, betydelse; Tajik: маънӣ, маъно; Tatar: мәгънә; Thai: ความหมาย; Tocharian B: ārth; Turkish: anlam, mana, kasıt; Turkmen: many; Ukrainian: значення; Urdu: معنی, ارتھ, مطلب; Uyghur: مەنە; Uzbek: maʼno; Vietnamese: nghĩa, ý nghĩa), ý vị); Welsh: ystyr; West Frisian: betsjutting; Yiddish: טײַטש | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 15 October 2024
English (LSJ)
ἡ,
A (σημαίνω ΙΙ) the giving a signal or giving a command, signal, announcement, acclamation, LXX Nu.29.1; αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σημασίαι D.S.2.54.
II indication, αἱ πράξεις ἤθους σημασίαι ἐστίν Arist.Pr.919b36; designation, Str.8.6.5.
2 meaning, accepted meaning, signification, πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος, title of work by Chrysippus, Stoic.2.5, cf. Phld.Sign.34: freq. in Gramm., A.D.Pron.14.3, al., Ael.Tact.24.4, Iamb.Protr.4, etc.
3 notation, note, in Music, Gaud. Harm.20.
III the manifestation or decisive appearance of a disease, Aret.SA1.5, al.
IV mark, ἐν δέρματι χρωτός LXX Le.13.2; of the Nile-flood, ἀνῆλθεν ἡ τοῦ Νείλου σημασία κατὰ τὸ ἱερατικὸν σημεῖον Bull.Soc.Alex. 5.55(v/vi A.D.).
V address of a correspondent, POxy.1678.28 (iii A.D.).
VI βασιλικὴ σημασία royal insignia or appearance, Sor. Fasc.8.
German (Pape)
[Seite 874] ἡ, das Bezeichnen, das Geben eines Zeichens, Befehls, auch das gegebene Zeichen selbst, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
signe, ce à quoi on reconnaît qqn ou qch ; marque (du caractère, etc.).
Étymologie: σημαίνω.
Russian (Dvoretsky)
σημᾰσία: ἡ
1 знак, указание Diod.;
2 показатель, признак (ἤθους Arst.);
3 грам. значение, смысл.
Greek (Liddell-Scott)
σημᾰσία: ἡ, (σημαίνω ΙΙ) τὸ σημαίνειν, τὸ νὰ δίδῃ τις σημεῖον ἢ πρόσταγμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 1)· αἱ ἀπὸ τῶν ἄρκτων σ. Διόδ. 2. 54. ΙΙ. τὸ δηλοῦν, τὸ σημαίνειν, δεικνύειν, αἱ πράξεις ἤθους σ. ἐστὶν Ἀριστ. Προβλ. 19. 27, πρβλ. Στράβ. 369. 2) ἡ σημασία λέξεως, Γραμμ.· - σημείωσις τῶν φθόγγων ἐν τῇ μουσικῇ, Gaudent. σ. 20. ΙΙΙ. ἡ κατάδηλος ἐμφάνισις τῆς νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5, κ. ἀλλ. ΙV. σημεῖον, «σημάδι», ἐν δέρματι χρωτὸς Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΓ΄, 2).- Καθ’ Ἡσύχ.: «σημασία· φανέρωσις (διὰ σάλπιγγος)».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία της λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία της τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η σπουδαιότητα, το αξιόλογο, η σοβαρότητα (α. «η σημασία των αποφάσεών του θα φανεί αργότερα» β. «μια γυναίκα χωρίς σημασία»)
2. φρ. «δίνω σημασία σε κάτι» — θεωρώ κάτι ως σημαντικό
μσν.
σημειογραφική παράσταση σε κείμενο μουσικής
μσν.-αρχ.
το να δίνει κανείς ένα σημάδι ή πρόσταγμα
αρχ.
1. ένδειξη
2. σημάδι, σύμπτωμα νόσου
3. η ένδειξη της στάθμης του νερού στο νειλόμετρο
4. η αναγραφή της διεύθυνσης του παραλήπτη στην εξωτερική πλευρά της επιστολής
5. φρ. α) «βασιλική σημασία» — τα βασιλικά εμβλήματα
β) «Πρὸς τὸ περὶ σημασιῶν Φίλωνος» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σημασ- του σημαίνω (πρβλ. παρακμ. σε-σήμασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. ξηραίνω: ξηρασία, υγραίνω: υγρασία)].
Translations
meaning
Albanian: kuptim, domethënie; Arabic: مَعْنًى, الْمَعْنَى; Gulf Arabic: معنى; Moroccan Arabic: معنى; North Levantine Arabic: معنى; South Levantine Arabic: معنى; Armenian: իմաստ; Azerbaijani: məna; Bashkir: мәғәнә; Belarusian: значэнне; Bengali: অর্থ; Bulgarian: значение; Burmese: အဓိပ္ပါယ်; Catalan: significat, significació; Chinese Mandarin: 意義, 意义, 含義, 含义, 意思, 意味; Crimean Tatar: mana; Czech: význam; Danish: betydning, mening; Dutch: waarde, betekenis; Esperanto: signifo; Estonian: tähendus; Finnish: merkitys; French: signification, sens; Galician: significado; Georgian: მნიშვნელობა; German: Bedeutung; Greek: σημασία; Ancient Greek: βούλημα, βούλησις, διανόημα, διάνοια, διανοίη, διανοιία, διανοιΐα, δύναμις, ἔμφασις, ἐνθύμαμα, ἐνθύμημα, ἔννοια, ἐννοίη, νοούμενον, παρέμφασις, σαμασία, σημαινόμενον, σημασία, σημασίη, τὸ νοούμενον, τὸ σημαινόμενον; Gujarati: અર્થ; Hausa: ma'ana; Hawaiian: manaʻo; Hebrew: מַשְׁמָעוּת; Hindi: मतलब, अर्थ, मअनी; Hungarian: jelentés; Icelandic: merking; Indonesian: arti, makna, maksud; Italian: significato; Japanese: 意義, 意味; Kazakh: мағына; Khmer: សំនួន; Korean: 뜻, 의미(意味), 의의(意義); Kurdish Northern Kurdish: wate, mane; Kyrgyz: маани; Lao: ຄວາມຫມາຽ; Latvian: jēga, nozīme; Limburgish: beteikenis; Lithuanian: prasmė; Macedonian: значење; Malay: makna, erti, maksud; Malayalam: അർത്ഥം, സാരം; Mongolian Cyrillic: утга; Mongolian: ᠤᠳᠬ; ᠠ; Norwegian Bokmål: mening, betydning; Old English: andgiet; Pashto: معنى, معنا; Persian: معنی, مطلب; Polish: znaczenie; Portuguese: significado; Romanian: semnificație, sens; Russian: значение; Sanskrit: अर्थ; Scots: meanin; Serbo-Croatian Cyrillic: значе̄ње; Roman: znáčēnje; Slovak: význam; Slovene: pomen; Spanish: sentido, significado; Swahili: maana; Swedish: mening, betydelse; Tajik: маънӣ, маъно; Tatar: мәгънә; Thai: ความหมาย; Tocharian B: ārth; Turkish: anlam, mana, kasıt; Turkmen: many; Ukrainian: значення; Urdu: معنی, ارتھ, مطلب; Uyghur: مەنە; Uzbek: maʼno; Vietnamese: nghĩa, ý nghĩa), ý vị); Welsh: ystyr; West Frisian: betsjutting; Yiddish: טײַטש