εὐπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
(CSV import)
 
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[beauty]], [[comeliness]], [[showiness]], [[speciousness]]
|woodrun=[[beauty]], [[comeliness]], [[showiness]], [[speciousness]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[species]], [[pulcritudo]]'', [[appearance]], [[beauty]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.31.3/ 6.31.3],<br>''[[honestis nominibus]]'', [[with honorable terms]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.11.2/ 3.11.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.8/ 3.82.8].
}}
}}

Latest revision as of 13:48, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρέπεια Medium diacritics: εὐπρέπεια Low diacritics: ευπρέπεια Capitals: ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: euprépeia Transliteration B: euprepeia Transliteration C: efprepeia Beta Code: eu)pre/peia

English (LSJ)

ἡ,
A goodly appearance, comeliness, εὐπρεπείᾳ προέχειν Th.6.31; opp. ἀπρέπεια, Pl.Phdr.274b, al.; majesty, εὐπρέπεια τῆς δόξης LXX Je.23.9, cf. Ep.Jac.1.11; dignity, SIG880.19 (Pizus, iii A.D.); ἐστεφάνωσε ἁ πόλις… εὐπρεπείας καὶ εὐνοίας ἕνεκα τᾶς ἐς τὰν πόλιν IG4.1418 (Epid., iv B.C.).
II speciousness, plausibility, εὐπρεπείᾳ λόγου Th. 3.11,82; ἔχει… εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Pl.Euthd.305e; pretext, c. inf., Plu.Pyrrh.23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle apparence ou noble apparence;
2 caractère spécieux, convenance extérieure, vraisemblance;
NT: beauté, grâce.
Étymologie: εὐπρεπής.

German (Pape)

ἡ, Anstand, Würde, Schönheit, Gegensatz ἀπρέπεια, Plat. Phaedr. 274b; Thuc. 6.31; σώματος Aesch. 1.133 und A.; τῆς ψυχῆς Pol. 1.4.8; aber immer mehr auf das Äußere, das sich zierlich und ziemlich Darstellende gehend, vgl. μετὰ εἰκότος τινὸς καὶ εὐπρεπείας Plat. Phaed. 92d. Daher εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc. 3.11 (vgl. 3.82 und εὐπρεπής) so zu fassen, wie Plat. Euthyd. 305e sagt ὁ λόγος ἔχει εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν; so δι' εὐπρέπειαν καλεῖσθαι, zur Beschönigung, Plut. Aristid. 7.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρέπεια:
1 красивый вид, красота, изящество (σώματος Aeschin.; ψυχῆς Polyb.): δι᾽ εὐπρέπειαν Plut. чтобы скрасить (неприятность);
2 видимость истины (ἔχειν εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Plat.): εὐπρεπείᾳ λόγου Thuc., Plut. под благовидным предлогом.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρέπεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, καλὸν ἐξωτερικόν, ἀξιοπρέπεια, εὐπρεπείᾳ προέχειν Θουκ. 6. 31. ἀντίθετ. τῷ ἀπρέπεια, Πλάτ. Φαῖδρ. 274D. κ. ἀλλ. II. ἐξωτερικὴ εὐπρέπεια μόνον κατὰ φαινόμενον, εὐσχημοσύνη καλύπτουσα σφάλμαἐλάττωμα, εὐπρεπείᾳ λόγου Θουκ. 3. 11· ἔχει… εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Πλάτ. Εὐθύδ. 305Ε. Καθ’ Ἡσύχ. «εὐπρέπεια· εὐμορφία».

English (Strong)

from a compound of εὖ and πρέπω; good suitableness, i.e. gracefulness: grace.

English (Thayer)

εὐπρεπείας, ἡ (εὐπρεπής well-looking), goodly appearance, shapeliness, beauty, comeliness: τοῦ προσώπου, Thucydides, Plato, Aeschines, Polybius, Plutarch; the Sept..)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπρέπεια) ευπρεπής
1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση
2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους
3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότητα
μσν.
καύχημα, κόσμημα
μσν.-αρχ.
μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ΠΔ)
αρχ.
1. φαινομενική, υποκριτική κοσμιότητα
2. ευλογοφανής πρόφαση.

Greek Monotonic

εὐπρέπεια: ἡ,
I. καλό παρουσιαστικό, θελκτική εμφάνιση, αξιοπρέπεια, χάρη, κομψότητα, κοσμιότητα, σε Θουκ.
II. παραπλανητική εμφάνιση, αληθοφάνεια, απατηλή εντύπωση, ευλογοφάνεια, στον ίδ., Πλάτ.

Middle Liddell

εὐπρέπεια, ἡ,
I. goodly appearance, dignity, comeliness, Thuc.
II. colourable appearance, speciousness, plausibility, Thuc., Plat. [from εὐπρεπής

Chinese

原文音譯:eÙpršpeia 由-普雷胚阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-理應
字義溯源:優美,美麗,美,悅目,優雅;由(εὖ / εὖγε)=好)與(πρέπω)*=合宜)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 美(1) 雅1:11

English (Woodhouse)

beauty, comeliness, showiness, speciousness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

species, pulcritudo, appearance, beauty, 6.31.3,
honestis nominibus, with honorable terms, 3.11.2. 3.82.8.