αὐτοσχεδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
mNo edit summary
(CSV import)
Line 37: Line 37:
|trtx====[[improvise]]===
|trtx====[[improvise]]===
Arabic: ⁧إرتجل⁩; Asturian: improvisar; Belarusian: імправізаваць or; Bulgarian: импровизирам; Catalan: improvisar; Chinese Mandarin: 即興/即兴, 现抓; Czech: improvizovat; Danish: improvisere; Dutch: [[improviseren]]; English: [[fly by the seat of one's pants]], [[improvise]], [[improvize]], [[play by ear]], [[punt]], [[think on one's feet]], [[wing it]]; Finnish: improvisoida, sepittää; French: [[improviser]]; German: [[improvisieren]]; Greek: [[αυτοσχεδιάζω]]; Ancient Greek: [[ἀποσχεδιάζω]], [[αὐτοσχεδιάζειν]], [[αὐτοσχεδιάζω]], [[ἐπισχεδιάζω]], [[εὐθυρρημονέω]], [[παραχρῆμα λέγειν]], [[σχεδιάζω]]; Hungarian: improvizál, rögtönöz; Icelandic: leika af fingrum fram, snarstefja, spinna; Irish: seiftigh; Italian: [[improvvisare]], [[parlare a braccio]]; Maori: tito ohia; Norwegian: improvisere; Polish: improwizować, zaimprowizować; Portuguese: [[improvisar]]; Romanian: improviza; Russian: [[импровизировать]], [[сымпровизировать]]; Spanish: [[improvisar]]; Swedish: improvisera; Ukrainian: імпровізувати or; Vietnamese: ứng biến, ứng tác, ứng tấu
Arabic: ⁧إرتجل⁩; Asturian: improvisar; Belarusian: імправізаваць or; Bulgarian: импровизирам; Catalan: improvisar; Chinese Mandarin: 即興/即兴, 现抓; Czech: improvizovat; Danish: improvisere; Dutch: [[improviseren]]; English: [[fly by the seat of one's pants]], [[improvise]], [[improvize]], [[play by ear]], [[punt]], [[think on one's feet]], [[wing it]]; Finnish: improvisoida, sepittää; French: [[improviser]]; German: [[improvisieren]]; Greek: [[αυτοσχεδιάζω]]; Ancient Greek: [[ἀποσχεδιάζω]], [[αὐτοσχεδιάζειν]], [[αὐτοσχεδιάζω]], [[ἐπισχεδιάζω]], [[εὐθυρρημονέω]], [[παραχρῆμα λέγειν]], [[σχεδιάζω]]; Hungarian: improvizál, rögtönöz; Icelandic: leika af fingrum fram, snarstefja, spinna; Irish: seiftigh; Italian: [[improvvisare]], [[parlare a braccio]]; Maori: tito ohia; Norwegian: improvisere; Polish: improwizować, zaimprowizować; Portuguese: [[improvisar]]; Romanian: improviza; Russian: [[импровизировать]], [[сымпровизировать]]; Spanish: [[improvisar]]; Swedish: improvisera; Ukrainian: імпровізувати or; Vietnamese: ứng biến, ứng tác, ứng tấu
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ex tempore agere]]'', to [[act on the spur of the moment]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.138.3/ 1.138.3].
}}
}}

Revision as of 13:54, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσχεδιάζω Medium diacritics: αὐτοσχεδιάζω Low diacritics: αυτοσχεδιάζω Capitals: ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΖΩ
Transliteration A: autoschediázō Transliteration B: autoschediazō Transliteration C: aftoschediazo Beta Code: au)tosxedia/zw

English (LSJ)

aor. part. Pass.
A αὐτοσχεδιασθείς Stratt.4 D.: (αὐτοσχέδιος):—act offhand or speak offhand, improvise, extemporize, Pl.Cra.413d, Mx.235c, X.Mem.3.5.21.
2 c. acc., extemporize, τὰ δέοντα Th.1.138, cf. X.HG 5.2.32.
II mostly in bad sense, act unadvisedly, speak unadvisedly, or think unadvisedly, v.l. in Pl.Euthd.278e; αὐτοσχεδιάζειν καὶ καινοτομεῖν περὶ τῶν θείων Id.Euthphr.5a, cf. Ap.20c, Isoc.9.41, D.61.43; περί τι Pl.Euthphr.16a, Arist.Pol.1326b19; εἰς τὰ τῶν Ἐλλήνων σώματα Aeschin.3.158.

Spanish (DGE)

1 improvisar hablando o escribiendo τολμήσω αὐτοσχεδιάζειν ἐναντίον ὑμῶν Pl.Euthd.278d, ἀναγκασθήσεται ὁ λέγων ὥσπερ αὐτοσχεδιάζειν Pl.Mx.235c, cf. Plu.2.652b, Demetr.Eloc.224
c. ac. int. ταῦτα ... οὐκ αὐτοσχεδιάζειν Pl.Cra.413d, πολλὰ ... αὐτοσχεδιάζει μέτρα ἡ φύσις D.H.Comp.25.17, αὐτοσχεδιάζειν ὥσπερ ἔτυχε τὰς γραφάς Them.Or.25.310c, cf. Hsch.
2 improvisar actuando τῶν δὲ στρατηγῶν οἱ πλεῖστοι αὐτοσχεδιάζουσιν X.Mem.3.5.21
c. ac. int. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δεόντα Th.1.138, τὰ τοιαῦτα αὐτοσχεδιάζειν X.HG 5.2.32, τὸ ... αὐτοσχεδιάζειν τὰ μέγιστα D.Chr.34.42
frec. en mal sent. c. περί y ac. ἐνδειξάμενος ... ὅτι οὐκέτι ... αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ περὶ αὐτὰ (τὰ θεῖα) Pl.Euthphr.16a, περὶ ἀμφότερα Arist.Pol.1326b19
c. περί y gen. ἵνα μὴ ἡμεῖς περὶ σοῦ αὐτοσχεδιάζωμεν Pl.Ap.20c, περὶ τῶν πραγμάτων Isoc.9.41, περὶ τῶν μεγίστων D.61.43
c. εἰς y ac. εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα Aeschin.3.158.

German (Pape)

[Seite 403] aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung etwas thun, theils im guten Sinne. vom Themistokles, αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο κράτιστος, schnell entschlossen that er das Nöthige, Thuc. 1, 138; dem οὐ προσταχθέντα ὑπὸ τῆσπόλεως πράττεινentsprechend, Xen. Hell. 5, 2, 32; bes. aus dem Stegereif sprechen, Plat. Menex. 235 c; περί τινος Phaedr. 236 d; so sagt Isocr. 13, 9 von den Sophisten χεῖρον γράφοντες τοὺς λόγους ἢ τῶν ἰδιωτῶν τινες αὐτοσχ,; häufiger mit einem tadelnden Nebenbegriff, ohne Überlegung. unbesonnen handeln, ὑπ' ἀγνοίας Plat. Euth. 16 a; vgl. Apol. 20 c; Xen. Mem. 3, 5, 21; dem ἐπίστασθαι entgeggstzt, Dem. 61, 43; εἰς τὰ τῶν Ἑλλήνων σώματα Aesch. 3, 158. Bei Isocr. οὐκ ὀλιγωρεῖν οὐδ' αὐτ. περὶ τῶν πραγμάτων 9, 41.

French (Bailly abrégé)

f. αὐτοσχεδιάσω;
parler sur-le-champ ou agir sur-le-champ, càd agir sans préparation, improviser ; avec un acc. αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα THC prendre à la hâte les mesures nécessaires ; en mauv. part agir avec précipitation, agir sans réflexion, agir à la légère.
Étymologie: αὐτοσχέδιος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσχεδιάζω:
1 действовать без подготовки, быстро совершать (τι Thuc., Xen.);
2 говорить экспромтом Plat., Isocr.;
3 поступать необдуманно, говорить наобум, поверхностно (περί τινος Isocr., Plat.; περί τι Arst.): μὴ αὐ. εἰς τὰ σώματά τινων Aeschin. бережно относиться к чьим-л. жизням.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσχεδιάζω: μέλλ. -άσω, (αὐτοσχέδιος) ποιῶ, πράττω, ἐκτελῶ, ὁμιλῶ ἄνευ προετοιμασίας, ἐκ τοῦ προχείρου, Πλάτ. Κράτ. 413D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 21. 2) μετ’ αἰτ. εὐρίσκω ἐν βραχεῖ χρόνῳ ἐκ τοῦ προχείρου τὶ πρέπει νὰ γείνῃ, φύσεως μὲν δυνάμει, μελέτης δὲ βραχύτητι κράτιστος δὴ οὗτος (ὁ Θεμιστοκλῆς) αὐτοσχεδιάζειν τὰ δέοντα ἐγένετο Θουκ. 1. 138, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 32. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πράττω, ποιῶ, ὁμιλῶ ἤ σκέπτομαι, ἀπερισκέπτως, ἐπιπολαίως, ἐσπευσμένως, ἐπιχειρῶ τι ἀπερισκέπτως, κάμνω παρατόλμους ἀποπείρας, Πλάτ. Εὐθύφρ. 16Α, Εὐθύδ. 278Ε· περὶ τινος ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 5Α, Ἀπολ. 20C· περὶ τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 13· εἰς τὰ σώματα τῶν Ἑλλήνων Αἰσχίν. 76. 12.

Greek Monolingual

(AM αὐτοσχεδιάζω)
1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής
2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα.

Greek Monotonic

αὐτοσχεδιάζω: μέλ. -άσω·
I. 1. ενεργώ ή μιλώ πρόχειρα, σε Ξεν.
2. με αιτ., σχεδιάζω πρόχειρα, αυτοσχέδια, σε Θουκ., Ξεν.
II. με αρνητική σημασία, ενεργώ, μιλώ ή σκέφτομαι απερίσκεπτα, επιχειρώ βιαστικά πειράματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From αὐτοσχέδιος
I. to act or speak off-hand, Xen.
2. c. acc. to devise off-hand, extemporise, Thuc., Xen.
II. in bad sense, to act, speak, or think unadvisedly, try rash experiments, Plat.

Translations

improvise

Arabic: ⁧إرتجل⁩; Asturian: improvisar; Belarusian: імправізаваць or; Bulgarian: импровизирам; Catalan: improvisar; Chinese Mandarin: 即興/即兴, 现抓; Czech: improvizovat; Danish: improvisere; Dutch: improviseren; English: fly by the seat of one's pants, improvise, improvize, play by ear, punt, think on one's feet, wing it; Finnish: improvisoida, sepittää; French: improviser; German: improvisieren; Greek: αυτοσχεδιάζω; Ancient Greek: ἀποσχεδιάζω, αὐτοσχεδιάζειν, αὐτοσχεδιάζω, ἐπισχεδιάζω, εὐθυρρημονέω, παραχρῆμα λέγειν, σχεδιάζω; Hungarian: improvizál, rögtönöz; Icelandic: leika af fingrum fram, snarstefja, spinna; Irish: seiftigh; Italian: improvvisare, parlare a braccio; Maori: tito ohia; Norwegian: improvisere; Polish: improwizować, zaimprowizować; Portuguese: improvisar; Romanian: improviza; Russian: импровизировать, сымпровизировать; Spanish: improvisar; Swedish: improvisera; Ukrainian: імпровізувати or; Vietnamese: ứng biến, ứng tác, ứng tấu

Lexicon Thucydideum

ex tempore agere, to act on the spur of the moment, 1.138.3.