θεμιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεμιστεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вершить суд]], [[судить]] ([[Μίνως]], θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[управлять]], [[повелевать]] (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);<br /><b class="num">3</b> (о божестве) (воз)вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);<br /><b class="num">4</b> [[давать оракул]], [[прорицать]] (τινί Eur., Plut.).
|elrutext='''θεμιστεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[вершить суд]], [[судить]] ([[Μίνως]], θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[управлять]], [[повелевать]] (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);<br /><b class="num">3</b> (о божестве) [[возвещать]], [[вещать]] (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);<br /><b class="num">4</b> [[давать оракул]], [[прорицать]] (τινί Eur., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 22:25, 6 January 2025

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμιστεύω Medium diacritics: θεμιστεύω Low diacritics: θεμιστεύω Capitals: ΘΕΜΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: themisteúō Transliteration B: themisteuō Transliteration C: themisteyo Beta Code: qemisteu/w

English (LSJ)

A declare law and right, c. dat., Μίνωα ἴδον… θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569: c. gen., govern, θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114.
II give by way of answer or give by way of oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap.253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E.Ion371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwalten, Recht sprechen, τινί, Od. 11, 569; übh. obherrschen, obwalten, τινός, 9, 114; ὄργια Κυβέλης θεμιστεύων Eur. Bacch. 79, auf gesetzliche Weise feiern, Musgr. änderte θεμιτεύων. – Ratschläge, Orakel gehen (s. θέμις), H. h. Apoll. 953. 293, τοῖσιν δέ τ' ἐγὼ νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύοιμι; Eur. Ion 571 τὸν θεμιστεύοντά σεο; Orph. H. 79, 4; οὔ σε θεμιστεύσω Orak. bei Ael. V. H. 3, 43; Lys. bei Harpocr.; absol., Plut. Alex. 14 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1 rendre la justice : τινι à qqn ; p. ext. être juge ou chef de, gouverner;
2 rendre des oracles.
Étymologie: θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστεύω:
1 вершить суд, судить (Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.);
2 управлять, повелевать (παίδων ἤδ᾽ ἀλόχων Hom.);
3 (о божестве) возвещать, вещать (νημερτέα βουλὴν πᾶσι HH);
4 давать оракул, прорицать (τινί Eur., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστεύω: ἀπονέμω τὸ δίκαιον, δικαιοδοτῶ, Λατ. jus dicere, μετὰ δοτ., Μίνωα ἴδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν Ὀδ. Λ. 569· μετὰ γεν., εἶμαι δικαστής, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ’ ἀλόχων Ὀδ. Ι. 114. ΙΙ. ἐπὶ θεῶν, χρησμοδοτῶ, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θεμιστεύειν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 253, πρβλ. 293· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Λυσίας παρ’ Ἁρπ.· - ἀπολ., παρέχω χρησμούς, Εὐρ. Ἴωνι 371, Πλούτ. Ἀλεξ. 14, Χρησμ. παρ’ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 43. - Πρβλ. θεμιτεύω.

English (Autenrieth)

(θέμις): be judge for or over, judge; τινί, Od. 11.569; τινός, Od. 9.114.

Greek Monolingual

θεμιστεύω (Α) θέμις (Ι)]
1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.)
2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία
3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς.

Greek Monotonic

θεμιστεύω: μέλ. -σω (θέμις),
I. απονέμω δικαιοσύνη, διακηρύσσω το δίκαιο, Λατ. jus dicere, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., διεκδικώ το δίκαιο έναντι, είμαι δικαστής, στο ίδ.
II. χρησμοδοτώ, σε Ομηρ. Ύμν.· απόλ., δίνω χρησμούς, σε Ευρ.

Middle Liddell

θεμιστεύω, fut. -σω θέμις
I. to declare law and right, Lat. jus dicere, Od.: c. gen. to claim right over, to govern, Od.
II. to give by way of answer or oracle, Hhymn.:—absol. to deliver oracles, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπονέμω τό δίκαιο). Ἀπό τό θεμιστός (θέμις) τοῦ τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.