ὑπερφυής: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(13_6b) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ [[μέγεθος]] Ar. Pax 229; [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ [[μέγεθος]] Ar. Pax 229; [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπερφυής''': ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, [[ὑπέρογκος]], [[σμίνθος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ [[μέγαθος]] Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) [[ἄνευ]] ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, [[μέγας]], [[ἔκτακτος]], ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, [[ἔργον]] ὑπ. μέγαθός τε καὶ [[κάλλος]] Ἡρόδ. 9. 78· [[ἔργον]] ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. [[τέχνη]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν [[εἶναι]] παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - [[συχνάκις]] συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - [[συχνάκις]] δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται [[μετὰ]] τὸ ἐπίθετον, [[οἷον]] σχέτλια λέγειν καὶ ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 467Α· δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπ. Δημ. 543. 2, κλπ.· ἀλλὰ τίθεται πρὸ [[αὐτοῦ]] παρὰ Πλουτ. 2. 12Β, 155Α, κ. ἀλλ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 541. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ῶς, θαυμαστῶς, θαυμασίως, παραδόξως, [[ὑπερβαλλόντως]], [[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπ’ Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 142· ὑπ. σπουδάζειν Πλάτ. Γοργ. 481Β· ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσιν, ὑπερφυῶς μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Β. 2) ὑπερφυῶς ὡς..., πρὸ ῥήματος, ὑπ. ὡς [[χαίρω]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173C, πρβλ. Θεαίτ. 155C· πρὸ ἐπιθέτου, ὑπ. ὡς ἀληθῆ λέγεις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Α, πρβλ. [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, Att. acc. sg.
A ὑπερφυᾶ Ar.Eq.141, Nu.76: Att. neut. pl. ὑπερφυῆ Pl.Grg.467b, -φυᾶ Ar.Ra.611: (φύομαι): I literally, growing above the ground, Dsc.4.73, Luc.Lex.6; growing higher than the rest, οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100. 2 overgrown, enormous, σμίνθος A.Fr.227 (troch.); λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος Hdt. 2.175, cf. Ar.Pax229, Pl.734; ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.Cael.291a21. II without a distinct sense of bulk, monstrous, extraordinary, in good and bad sense, ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Hdt.9.78; ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116; ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.Nu.76; ὑ. τέχνη Id.Eq.141; πῶς οὐχ ὑπερφυές; is it not most strange? D.29.14; κἀκεῖν' ὑ., εἰ . . Isoc.17.30; τὸ δὲ πάντων -έστατον, ὅτι . . Lys.27.12, cf. Ar. Th.831 (troch.): freq. joined with a relat., ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Id.Pl.750; ὑπερφυεῖ τινι . . ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Pl.Grg.477d: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑ. ib.467b; δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑ. D.21.88, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al. 2 Sup. -έστατος, as an honorific title, Stud.Pal.20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit., ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία PMasp.2i 1 (vi A. D.), etc. III Adv. -ῶς marvellously, strangely, exceedingly, φιλαθήναιος ἦν ὑ. Ar.Ach. 142; ὑ. σπουδάζειν Pl.Grg.481b; in affirm. answers, ὑ. μὲν οὖν Id.R. 525b: Comp. -εστέρως Philostr.Gym.36. 2 ὑ. ὡς... before a Verb, ὑ. ὡς χαίρω Pl.Smp.173c, cf. Tht.155c; before an Adj., ὑ. ὡς ἀληθῆ λέγεις Id.Phd.66a.
German (Pape)
[Seite 1204] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ μέγεθος Ar. Pax 229; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφυής: ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ ὑπεράνω τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. ὡσαύτως κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, ὑπέρογκος, σμίνθος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ μέγαθος Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) ἄνευ ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, μέγας, ἔκτακτος, ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, ἔργον ὑπ. μέγαθός τε καὶ κάλλος Ἡρόδ. 9. 78· ἔργον ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. τέχνη Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν εἶναι παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - συχνάκις συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - συχνάκις δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται μετὰ τὸ ἐπίθετον, οἷον σχέτλια λέγειν καὶ ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 467Α· δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπ. Δημ. 543. 2, κλπ.· ἀλλὰ τίθεται πρὸ αὐτοῦ παρὰ Πλουτ. 2. 12Β, 155Α, κ. ἀλλ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 541. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ῶς, θαυμαστῶς, θαυμασίως, παραδόξως, ὑπερβαλλόντως, φιλαθήναιος ἦν ὑπ’ Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 142· ὑπ. σπουδάζειν Πλάτ. Γοργ. 481Β· ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσιν, ὑπερφυῶς μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Β. 2) ὑπερφυῶς ὡς..., πρὸ ῥήματος, ὑπ. ὡς χαίρω ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173C, πρβλ. Θεαίτ. 155C· πρὸ ἐπιθέτου, ὑπ. ὡς ἀληθῆ λέγεις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Α, πρβλ. θαυμάσιος, θαυμαστός.