βάπτω: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> βάψω, <i>ao.</i> ἔβαψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐβάφην, <i>pf.</i> [[βέβαμμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> plonger, immerger : [[εἰν]] ὕδατι OD dans l’eau ; [[ἐν]] σφαγαῖσι β. [[ξίφος]] ESCHL plonger une épée dans le corps d’un homme et le tuer ; β. [[ἔγχος]] πρὸς Ἀργίων στρατῷ SOPH plonger son épée dans les rangs de l’armée argienne ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> plonger (du fer, de l’acier) dans l’eau ; tremper (du fer, de l’acier);<br /><b>2</b> teindre ; enduire d’un poison <i>en parl. de traits</i>;<br /><b>3</b> plonger pour puiser ; puiser ; β. ποντίας [[ἁλός]] EUR plonger (un vase pour puiser de l’eau) dans la mer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se plonger, s’enfoncer dans l’eau <i>en parl. d’un navire</i> ; β. [[κῦμα]] BABR s’enfoncer dans les flots <i>en parl. d’un navire</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Βαφ, plonger. | |btext=<i>f.</i> βάψω, <i>ao.</i> ἔβαψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐβάφην, <i>pf.</i> [[βέβαμμαι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> plonger, immerger : [[εἰν]] ὕδατι OD dans l’eau ; [[ἐν]] σφαγαῖσι β. [[ξίφος]] ESCHL plonger une épée dans le corps d’un homme et le tuer ; β. [[ἔγχος]] πρὸς Ἀργίων στρατῷ SOPH plonger son épée dans les rangs de l’armée argienne ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> plonger (du fer, de l’acier) dans l’eau ; tremper (du fer, de l’acier);<br /><b>2</b> teindre ; enduire d’un poison <i>en parl. de traits</i>;<br /><b>3</b> plonger pour puiser ; puiser ; β. ποντίας [[ἁλός]] EUR plonger (un vase pour puiser de l’eau) dans la mer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se plonger, s’enfoncer dans l’eau <i>en parl. d’un navire</i> ; β. [[κῦμα]] BABR s’enfoncer dans les flots <i>en parl. d’un navire</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Βαφ, plonger. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[dip]], Od. 9.392†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
fut. βάψω (ἐμ-) Ar.Pax959: aor.
A ἔβαψα S.Aj.95, etc.:— Med., fut. βάψομαι Ar.Lys.51: aor. ἐβαψάμην Arat.951, AP9.326 (Leon.):—Pass., fut. βᾰφήσομαι LXXLe.11.32, M.Ant.8.51: aor. ἐβάφθην AP6.254 (Myrin.), (ἀπ-) Ar.Fr.416; in Att. generally ἐβάφην [ᾰ] Pl.R.429e, etc.: pf. βέβαμμαι Hdt.7.67, Ar.Pax1176. I trans., dip, ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν . . εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ (so as to temper the red-hot steel) Od.9.392; β. εἰς ὕδωρ Pl.Ti.73e, cf. Emp.100.11; τἄρια θερμῷ Ar.Ec.216; εἰς μέλι, εἰς κηρόν, Arist.HA 605a29, de An.435a2:—Pass., βαπτόμενος σίδηρος iron in process of being tempered, Plu.2.136a; and of coral, become hard, Dsc.5.121 (s. v. l.). b of slaughter in Trag, ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος A.Pr. 863; ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; S.Aj.95; φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν E.Ph.1578 (lyr.); in later Prose, εἰς τὰ πλευρὰ β. τὴν αἰχμήν D.H.5.15; β. τὸν δάκτυλον ἀπὸ τοῦ αἵματος LXXLe.4.17. c also, dip in poison, ἔβαψεν ἰούς S.Tr.574; χιτῶνα τόνδ' ἔβαψα ib.580. 2 dye, ἔβαψεν . . ξίφος the sword dyed [the robe] red, A.Ch.1011; β. τὰ κάλλη dye the beautiful cloths, Eup.333; β. ἔρια ὥστ' εἶναι ἁλουργά Pl.R.429d; εἵματα βεβαμμένα Hdt.7.67; τρίχας βάπτειν AP11.68 (Lucill.): abs. in Med., dye the hair, Men.363.4, Nicol.Com.1.33; glaze earthen vessels, Ath.11.480e; of gilding and silvering, Ps.-Democr.Alch.p.46 B.: Com., βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν dye one in the [red] dye of Sardes, i. e. give him a bloody coxcomb, Ar. Ach.112; but βέβαπται β. Κυζικηνικόν he has been dyed in the dye of Cyzicus, i. e. is an arrant coward, Id.Pax1176 (v. Sch.). 3 draw water by dipping a vessel, ἀνθ' ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Theoc. 5.127; ἀρύταιναν . . ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος draw water by dipping the bucket, Antiph.25, cf. Thphr.Char.9.8; βάψασα ποντίας ἁλός (sc. τὸ τεῦχος) having dipped it so as to draw water from the sea, E.Hec.610. 4 baptize, Arr.Epict.2.9.20 (Pass.). II intr., ναῦς ἔβαψεν the ship dipped, sank, E.Or.707; β. εἰς ψυχρὸν [αἱ ἐγχέλυς] Arist.HA592a18; εἰ δ' ὁ μὲν (sc. ἠέλιος) ἀνέφελος βάπτοι ῥόου ἑσπερίοιο Arat.858 (ῥόον Sch.): c. acc., νῆα . . βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν dipping into... Babr.71.2:—also Med., ποταμοῖο ἐβάψατο Arat. 951. 2 βάψας (sc. τὴν κώπην) Ar.Fr.225. (Cf. O Norse kuefia 'dip'.)
German (Pape)
[Seite 432] aor. pass. ἐβάφην, 1) eintauchen, untertauchen, πέλεκυν εἰν ὕδατι, um es zu härten, Od. 9, 392; σίδηρος βαπτόμενος, gehärtetes Eisen, Plut. de san. tu. 406; Paus. 2, 3, 3; ἀκίδας βελέων Κύπρις ἔβ. Anacr. 27, 5. Auch sonst ἔν τινι; εἰς ὕδωρ Plat. Tim. 73 e. Bei Tragg. oft übertr., ξίφος ἐν σφαγαῖς Aesch. Ch. 1006; φάσγανον εἴσω σαρκός Eur. Phoen. 1594; ἔγχος πρὸς στρατῷ Soph. Ai. 95; Sp. in Prosa, αἰχμὴν εἰς πλευράς Dion. Hal. 5, 15; – ἰούς, Pfeile in Gift tauchen, Soph. Tr. 571; vgl. Gaetul. 6 (VII, 71). – 2) färben, εἵματα βεβαμμένα Her. 7, 67; ἔρια, χρώματα, Plat. Rep. IV, 429 d u. sonst; βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, s. βάμμα; τρίχας Lucil. 31 (XI, 68), wofür Moer. u. Thom. M. μελαίνεσθαι als att. empfehten; doch s. Men. bei Ath. IV, 166 a; vom Glasiren irdener Gefäße Ath. XI, 480 e. – 3) baden, waschen, Ar. Eccl. 215; so med. βάψομαι Men. Ath. IV, 166 a. – 4) durch Eintauchen füllen, schöpfen, Eur. Hec. 610; Theocr. 5, 127. – Auch, doch selten, intr., ἡ ναῦς ἔβαψεν, das Schiff sank, Eur. Or. 707; ῥόου, in den Strom, Arat. 857.
Greek (Liddell-Scott)
βάπτω: μέλλ. Βάψω (ἐμ-) Ἀριστοφ. Εἰρ. 959: ἀόρ. ἔβαψα Τραγ., κτλ.: - Μέσ. μέλλ. βάψομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 51: ἀόρ. ἐβαψάμην Ἀνθ.: - Παθ. μέλλ. βᾰφήσομαι Ἑβδ., Μ. Ἀντων. 8. 51: ἀόρ. ἐβάφθην (ἀπ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· παρ’ Ἀττ. Καθόλου, ἐβάφην [ᾰ] Πλάτ., κτλ.: πρκμ. Βέβαμμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ. (Ἐκ √ ΒΑΦ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ ἀορ. βαφῆναι, βαφή, κτλ., οὔσης πιθ. συγγενοῦς τῇ √ ΒΑΘ, βαθύς, ὃ ἴδε). ΙΙ. μεταβ., βυθίζω εἰς τὸ ὕδωρ, «βουτῶ», Λατ. immergere, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν … εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ, ἵνα καταστήσῃ ἰσχυρότερον τὸν χάλυβα αὐτοῦ ἐρυθρὸν ὄντα ἐκ τοῦ πυρός, Ὀδ. Ι. 392· β. εἰς ὕδωρ Πλάτ. Τιμ. 73Ε· εἰς μέλι, εἰς κηρὸν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 26,1 , κ. ἀλλ.: οὕτως ἐν τῷ παθ., βαπτόμενος σίδηρος, ἐξ ὑπερθέρμου βυθιζόμενος εἰς ψυχρὸν ὕδωρ, σκληρός, (πρβλ. βαφή), Πλούτ. 2.136Α· καὶ ἐπὶ κοραλλίου, καθίσταμαι σκληρός, Διοσκ. 5.138. β) ἐπὶ σφαγῆς, παρά Τραγ., ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος Αἰσχ. Πρ. 863· ἔβαψας ἔγχος εὖ πρὸς Ἀργείων στρατῷ; Σοφ. Αἴ. 95· φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν Εὐρ. Φοιν. 1577· καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, εἰς τὰς πλευρὰς β. τὴν αἰχμὴν Διον. Ἁλ. 5. 15, πρβλ. Ἰώσηπ. Π. Ι. 2. 18, 4. γ) ὡσαύτως, ἐμβάπτω εἰς δηλητήριον, ἔβαψεν ἰοὺς Σοφ. Τρ. 574· χιτῶνα τόνδ’ ἔβαψα αὐτόθι 580. 2) βυθίζω εἰς βαφήν, «βάφω», ἔβαψεν …ξίφος, τὸ ξίφος ἔβαψε [τὴν ἐσθῆτα] ἐρυθράν, Αἰσχ. Χο. 1011· β. τὰ κάλλη, χρωματίζω τὰ ὡραῖα ἐνδύματα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 45· β. ἔρια ὥστε εἶναι ἁλουργὰ Πλάτ. Πολ. 429D· εἵματα βεβαμμένα Ἡρόδ.7. 67· τρίχας βάπτειν Ἀνθ. ΙΙ. 11. 68· ἀπολ. κατὰ μέσ. τύπ., Βάπτω τὴν κόμην, τὰς τρίχας, μελαίνομαι, Μένανδ. Ὀργ.1, Νικόλ. Ἀδήλ.1. 33, πρβλ. βάπτης· -- ὡσαύτως ἐπὶ τῆς στιλβώσεως τῶν πηλίνων ἀγγείων, Ἀθήν.480Ε. - Κωμικῶς: βάπτειν τινὰ βάμμα Σαρδιανικόν, χρωματίζω τινὰ μὲ τὴν ἐρυθρὰν βαφὴν τῶν Σάρδεων, ὃ ἐ. παρέχω αἱματηρὸν κόσμημα = δέρω μέχρις αἱματώσεως, Ἐλμσλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 112 ἀλλά, βέβαπται β. Κυζικηνικόν, εἶναι κεχρωματισμένος μὲ τὸ χρῶμα τῆς Κυζίκου, εἶναι τέλειος δειλός, γνωστὸς ὡς δειλός, ὁ αὐτ. Εἰρ.1176 (ἴδε Σχόλ.). 3) ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων εἰς αὐτὸ ἀγγεῖον (πρβλ. βαπτίζω 2), ἀνθ’ ὕδατος τᾷ κάλπιδι κηρία βάψαι Θεόκρ. 5. 127· ἀρύταιναν ., ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος … ὕδατος, ἀντλῶ ὕδωρ βυθίζων ὀρυταιναν, Ἀντιφ. Ἀλειπτρ. 1, πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 9· βάψασα ποντίας ἁλὸς (ἐνν. τὸ τεῦχος), βυθίσασα αὐτὸ ὥστε νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἑκ. 610· πρβλ. βαπτὸς ΙΙ. ΙΙ. ἀμετ., ναῦς ἔβαψεν, τὸ πλοῖον ἐβυθίσθη, Εὐρ. Ὀρ.707· β. εἰς ψυχρὸν αἱ ἐγχέλυες Ἀριστ. Ἱ.Ζ.8.2, 37 μ. συστοίχ. αἰτ., νῆα … βάπτουσαν ἤδη κῦμα κυρτόν, βυθιζομένην εἰς ταὸ …, Βάβρ. 71. 2, Ἄρατ.858. 2) βάψας πλεῖν (ἐνν. τὰς κώπας) Ἀριστοφ. Ἀποσπ.16.
French (Bailly abrégé)
f. βάψω, ao. ἔβαψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐβάφην, pf. βέβαμμαι;
I. tr. plonger, immerger : εἰν ὕδατι OD dans l’eau ; ἐν σφαγαῖσι β. ξίφος ESCHL plonger une épée dans le corps d’un homme et le tuer ; β. ἔγχος πρὸς Ἀργίων στρατῷ SOPH plonger son épée dans les rangs de l’armée argienne ; particul.
1 plonger (du fer, de l’acier) dans l’eau ; tremper (du fer, de l’acier);
2 teindre ; enduire d’un poison en parl. de traits;
3 plonger pour puiser ; puiser ; β. ποντίας ἁλός EUR plonger (un vase pour puiser de l’eau) dans la mer;
II. intr. se plonger, s’enfoncer dans l’eau en parl. d’un navire ; β. κῦμα BABR s’enfoncer dans les flots en parl. d’un navire.
Étymologie: R. Βαφ, plonger.
English (Autenrieth)
dip, Od. 9.392†.