περιβάλλω: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(sl1) |
(sl1_repeat) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[περιβάλλω]]<br /> <b>1</b>[[put]] [[around]], c. acc. & dat., met., [[devote]] to κωφὸς [[ἀνήρ]] [[τις]], ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ περιβάλλει (P. 9.87) | |sltr=[[περιβάλλω]]<br /> <b>1</b> [[put]] [[around]], c. acc. & dat., met., [[devote]] to κωφὸς [[ἀνήρ]] [[τις]], ὃς Ἡρακλεῖ [[στόμα]] μὴ περιβάλλει (P. 9.87) | ||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 17 August 2017
English (LSJ)
fut. -βᾰλῶ : aor. περιέβᾰλον (v. infr.) :—
A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei, φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211; περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479; π. χέρας Ar.Th.914, E.Or.1044: freq. c. dat., χέρας π. τινί Id.Ph.1459, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ . . βάλοιμι ib.165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba.619; Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529; κρατὶ π. σκότον E.HF1159; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch.576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85; αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on... Th.7.25:—Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148; περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ 5.231; ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις 14.528; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109; φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT1150(lyr.); κόσμον σώμασιν Id.HF334; κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87; freq. of defences, τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280; also ὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8 S.; π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96; τείχεα Id.1.141, cf. 6.46, Th.1.8 ; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14; Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol.1276a27; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in pf. Pass., have a thing put round one, Pl.Smp.216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol.1331a8. 2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E.Ion829 ; π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF304; ὕδασι δουλείαν Id.Ph.189 (lyr.); οἶκτον Id.IA934; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or.1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to... Pall.in Hp.12.283 C.:—Pass., c. acc., to be involved in, μεγίστην ζημίαν τὸ ταμεῖον περιβληθήσεται SIG888.87 (Scaptopara, iii A. D.). II reversely c. dat. rei, surround, encompass with... περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141; βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60 (tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers.748; π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25; δοραῖσι σῶμα Id.Cyc.330 ; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or.372 :—Med., surround or enclose for one's advantage or defence, τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti.116a; χωρίον X.Cyr.6.3.30; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25. 2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or.906, Antipho 3.2.12 ; ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142, cf. Lys.4.20; ὀνείδει D.22.35; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c; τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4 :— Pass., [συμφοραῖς] Phld.Piet.35b. III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph.1453, HF1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf. περίβολος 11.2 :—Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17. 2 fetch a compass round, double, ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462 ; esp. of ships, round a cape, π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44; Σούνιον Th.8.95 : abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18. 3 amplify, expand, λόγον Hermog.Id.1.4, cf. 11: abs., ib.3,al. IV Med., bring into one's power, compass, ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71; πολλὰ [χρήματα] Id.8.8, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6; τὰ λοιπὰ τῶν πραγμάτων περιβαλλόμενος D.18.231 ; πλῆθος λείας Plb.1.29.7, cf. 3.69.7 : pf. Pass., to have come into possession of... πόλιν Hdt.6.24; δυναστείας Isoc.4.184, cf. 2.25. 2 appropriate mentally, comprehend, περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα . . γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt.285b. 3 use circumlocution, κομψῶς κύκλῳ π. Id.Smp.222c, cf. Phdr.272d. V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass, μνηστῆρας δώροισι Od.15.17 ; π. ἀρετῇ to be superior in... Il.23.276. VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.
German (Pape)
[Seite 569] (s. βάλλω), 1) umwerfen, umlegen; bei Hom. in tmesi, v. l. Od. 9, 185; περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν, Il. 18, 479; φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε, umschlingen, Od. 11, 211; vgl. Ar. περίβαλλε δὲ χέρας, Thesm. 914; u. in Prosa, Plat. Conv. 191 a 219 b u. A., wofür Eur. sagt πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ, I. A. 632; vgl. περιβαλὼν πλευροῖς ἐμοῖσι πλευρά, Or. 798; περιβεβληκότες ἀλλήλους, einander umarmt haltend, Xen. Conv. 9, 7; c. gen., περίβαλλε θόλοιο, Od. 22, 468; bes. von Kleidungsstücken und Waffen; gew. τινί τι, τοιόνδε Τροίᾳ περιβαλὼν ζευκτήριον, Aesch. Ag. 515; aber auch τινά τινι, νεκρὸν θήσω ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι, Ch. 569, wie πόσιν ἀπείρῳ περιβαλοῦσ' ὑφάσματι, Eur. Or. 25; auch ἤδη με περιβάλλει σκότος, mich umgiebt, umfängt Dunkel, Soph. Phil. 1462; vgl. στεναγμῶν με περιβάλλει νέφος, Eur. Herc. Fur. 1140; uneigentl., πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκότος, 1159; auch τινὰ κακῷ, Or. 904, Einen mit Unglück umgeben, in Unglück verstricken, wie συμφοραῖς, Antiph. 3 β 12; Isocr. 4, 127; Σικελίαν πένθει, Plat. Ep. VII, 351 e; u. mit der andern Struktur, οἶκτον περιβαλών, Eur. I. A. 934; φόβος εἰς τὸ δεῖμα περιβαλών μ' ἄγει, Hel. 319; βρόχῳ περὶ ὦν ἔβαλε τὸν αὐχένα, Her. 4, 60; u. übh. Einem Etwas beilegen, z. B. eine Eigenschaft, Würde, 1, 129, τινί τι; auch ἀνανδρίαν τινί beilegen, Eur. Or. 1031; Pol. vrbdt τῷ λιμένι τεῖχος περιβαλών, 4, 65. 11; übertr., οὐ μικροῖς ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμ ην, 1, 52, 2; ähnlich φυγῇ περιέβαλον τὸν ἄνδρα, sie belegten im mit der Verbannung, Plut. amat. narr. 5. – Häufiger im med., sichumwerfen, umthun, bes. sich Waffen und Kleider anlegen, περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα, Od. 22, 148, wohin man auch als Tmesis zu rechnen pflegt περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ, 5, 231 u. öfter; ὁπόσαι στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται, Aesch. Suppl. 853; auch περιβάλλοντό οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί, Ag. 1118; φάρεα καὶ πλοκάμους περιβαλλόμεναι, Eur. I. T. 1151; κόσμον σώμασιν, Herc. Fur. 334; χλανίδιον, φᾶρος περιβάλλεσθαι u. dgl., Her. 1, 195. 3, 139. 9, 109; absolut, Matth. 6, 29, wie das act. S. Emp. adv. phys. 1, 90 braucht. So auch von Befestigungswerken, sich zum Schutze herum aufführen, bauen. τείχεα περιεβάλοντο, Her. 1, 141; ἕρκος ὑψηλόν, 7, 192. 9, 96; u. mit doppeltem accus., τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν, 1, 163. 6, 46; so auch Thuc. καί τινες καὶ τεῖχος περιεβάλλοντο, 1, 8; ταῖς πόλεσιν ἐρύματα, Xen. Mem. 2, 1, 14; u. mit anderer Struktur, τὴν νῆσον λιθίνῳ περιεβάλλοντο τείχει, Plat. Critia. 116 a; und τοῦτο γὰρ οὗτος ἔξωθεν περιβέβληται, Conv. 216 d; auch übertr., sich in einen Wortschwall hüllen, um seine Meinung zu verbergen, ibd. 222 c; viel Umstände machen, Phaed. 272 d. – 2) übertreffen, überlegen sein, ὅσσον ἐμοὶ ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι, an Tüchtigkeit, Il. 23, 276, wie ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι, Od. 15, 17. – 3) umgeben, umschlingen, umfassen, λαβεῖν ἀμφίβληστρον καὶ περιβαλεῖν πλῆθος πολλὸν τῶν ἰχθύων, mit dem Netz eine große Menge Fische einschließen, fangen, Her. 1, 141; χωρία, τόπους, eine Gegend lieb daben, sie oft besuchen, Xen. Cyn. 5, 29; τὸ περιβεβλημένον, die Umgebung, Her. 2, 91. – 4; med. an sich bringen, sichaneignen, in seinen Besitz, seine Gewalt bringen, ἰδίῃ περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα, Her. 3, 71; πολλὰ ἔσωσε χρήματα τοῖσι Πέρσῃσι, πολλὰ δὲ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο, 8, 8; ἀπονητὶ πόλιν περιεβεβλήατο, 6, 25; τόπον, Isocr. 4, 36; δυναστείαν περιβεβλημένοι, ib. 184; κέρδεα, χρήματα u. ä., Xen. Cyr. 1, 4, 17 An. 6, 1, 3 Hell. 4, 8, 17 u. öfter, u. Sp., Pol. πλῆθος λείας, 1, 29, 7, öfter. – 5) umschiffen, umsegeln, τὸν Ἄθων περιέβαλλον, Her. 6, 44; αἱ νῆες παραπλεύσασαι καὶ περιβαλοῦσαι Σούνιον, Thuc. 8, 95, vgl. 7, 25.
Greek (Liddell-Scott)
περιβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόριστ. περιέβᾰλον. Ρίπτω, βάλλω ὁλόγυρα ἢ ἐπάνω, ἐπιτίθημι, ἐνδύω, μετ’ αἰτ. πράγμ., ὄφρα καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; Ὀδ. Λ. 210· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Ἰλ. Λ. 454· περὶ δ’ ἄντυγα βάλε φαεινὴν Σ. 479· (ἐν Ὀδ. Φ. 466, ἐν τῷ στίχῳ: κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο ἡ γενικὴ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἐξάψας)· χέρας π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 914· συχνάκις μετὰ δοτικ., χέρας π. τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 1044, Φοίν. 1459, κτλ.· περὶ δ’ ὠλένας δέρᾳ ... βάλοιμι αὐτόθι 165· π. τινὶ δεσμά, βρόχους Αἰσχύλ. Πρ. 52, Εὐρ. Βάκχ. 619· ζευκτήριον Τροίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 529· ἐν πέπλοισι κρατὶ π. σκότος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1159· - ὡσαύτως, π. θώρηκας περὶ τὰ στέρνα Ἡρόδ. 1. 215, πρβλ. 5. 85· π. αἱμασιὴν κατὰ τὸν κύκλον ὁ αὐτ. 7. 60· π. ναῦν περὶ ἕρμα, προσαράττω εἰς .., Θουκ. 7. 25. - Μέσ., βάλλω τι ἐπάνω μου, ἐνδύομαι, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, ἐνδυόμενοι τὰ ὅπλα των, Ὀδ. Χ. 148· περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ε. 231· ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις Ξ. 518· οὕτως, εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι Ἡρόδ. 1. 152., 9. 109· φάρεα καὶ πλοκάμους Εὐρ. Ι. Τ. 1150· κόσμον σώμασιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 334· ὡσαύτως, π. ἔρυμα, ἕρκος, τείχεα Ἡρόδ. 1. 141., 9. 96, 97, πρβλ. Θουκ. 1. 8· ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14· π. τεῖχος περί τι Λυσ. 194. 43· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., τεῖχος περιβάλλεσθαι πόλιν, περιβάλλειν αὐτὴν διὰ τείχους, Ἡρόδ. 1. 163, πρβλ. 6. 46· πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σελ. 517· - ἐν τῷ παθητ. πρκμ., Πλάτ. Συμπ. 216D· περιβεβλημένος τὸ τεῖχος, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 174Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11. 2) μεταφορ. ὡς τὸ περιτιθέναι, περιάπτειν, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 129, Εὐρ. Ἴων 829· ὡσαύτως, π. σωτηρίαν [τισὶ] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 304· δουλείαν Μυκήναις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 189· οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 934· μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1031. ΙΙ. τἀνάπαλιν μετὰ δοτ. πράγμ., κυκλώνω, περικλείω, περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (δηλ. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Ἡρόδ. 1. 141· βρόχῳ π. τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., [Βόσπορον] πέδαις π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· περικαλύπτω, ἐνδύω, π. τινὰ ὑφάσματι, πέπλοις, δοραῖς, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 25, κτλ.· π. τινὰ χερσί, ἐναγκαλίζομαι, αὐτόθι 372 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· - ἀκολούθως μεταφορ., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, ὀνείδεσι, κινδύνοις ὁ αὐτ. 906, Ἀντιφῶν 122. 25, Ἀνδοκ. 18. 33, Λυσ. 102. 57, Δημ. 604. 9, κτλ.· π. τινὰ φυγῇ, δηλ. ἐξορίζω τινά, Πλούτ. 2. 775C· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, περικλείω πρὸς ἰδίαν μου ὑπεράσπισιν, τὴν νῆσον π. τείχει Πλάτ. Κριτί. 116Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· π. θύννους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 8, πρβλ. 13. 2) π. τινὰ χαλκεύματι, βάλλω τινὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ ξίφος μου, δηλ. διατρυπῶ διὰ τοῦ ξίφους (ἴδε ἐν λέξ. περὶ Β. Ι. 2), Αἰσχύλ. Χο. 576. ΙΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., περικυκλώνω, περιβάλλει με σκότος, νέφος Εὐρ. Φοίν. 1453, Ἡρ. Μαιν. 1140· π. τινά, ἐναγκαλίζομαι, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 25· ἀλλὰ καὶ ἐνδύω, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 36· - τὸ περιβεβλημένον, τὸ ἐγκεκλεισμένον μέρος, περίβολος, Ἡρόδ. 2. 91· πρβλ. περίβολος ΙΙ. 2· - μέσ., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια], περιτριγυρίζοντες, ὁ αὐτ. 9. 39. 2) ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, περιελθοῦσαι τὸν καμπτῆρα, Ἰλ. Ψ. 462· ἰδίως ἐπὶ πλοίων, π. τὸν Ἄθων Ἡρόδ. 6. 44· Σούνιον Θουκ. 8. 95· ὡς τὸ περιπλέω παρ’ Ἡροδ. 7. 21. 3) συχνάζω, ἀγαπῶ νὰ φοιτῶ εἴς τι μέρος, Ξεν. Κυνηγ. 5. 29., 6. 18. 4) π. λόγον, στρογγυλώνω, ἀποκαθιστῶ αὐτὸν στρογγύλον, Ἐρμογέν., Φώτ. IV. Μέσ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω τι πρὸς ἐμὴν ὠφέλειαν, ἀποβλέπω εἰς ἴδιον κέρδος, Λατιν. affectare, ἰδίῃ π. ἑωυτῶ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· πολλὰ χρήματα ὁ αὐτ. 8. 8, πρβλ. 7. 190· σωφροσύνης δόξαν π. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· τὰ λοιπὰ περιβαλλόμενος Δημ. 304. 25· πρβλ. Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 287· - παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., κυριεύω, λαμβάνω εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων, ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλήατο (Ἰων. ἀντὶ περιεβέβληντο) Ἡρόδ. 6.24· δυναστείαν Ἰσοκρ. 79C. 2) περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ ὑποτίθεσθαι Ἰσοκρ. 106C ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ· πολὺ κρεῖττόν ἐστιν ἕν καλῶς μεμαθηκέναι ἢ πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 474·-λογικῶς, πρὶν ἂν ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἔρξας γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται, περιλάβῃ, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β. 3) περικαλύπτω, καλύπτω, περικαλύπτω διὰ λέξεων, κομψῶς κύκλῳ π. τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 222C· ἀπολ.,=τῷ Λατ. ambagibus uti, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 272D. V. (ἐκ τῆς περὶ Α. ΙΙΙ) νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, ὑπερβάλλω, καὶ οὕτω καθόλου, νικῶ, ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, μνηστῆρας δώροισι Ὀδ. Ρ. 17· ἢ ἁπλῶς, π. ἀρετῇ, ὑπερτερεῖν κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἰλ. Ψ. 276.
French (Bailly abrégé)
I. tr. jeter autour :
1 abs. πεῖσμα κίονος ἐξάψας περίβαλλε OD il fixa une corde à une colonne et la passa autour (du cou des servantes);
2 avec l’acc. de la chose que l’on jette autour et le dat. de la pers. ou de la chose autour de laquelle on jette : χεῖρας περιβάλλειν τινί EUR jeter les mains autour de qqn, embrasser qqn;
3 avec l’acc. de la pers. ou de la chose que l’on entoure et le dat. de l’objet dont on entoure : περιβάλλειν τινὰ χαλκεύματι ESCHL frapper qqn d’une épée ; τὸν αὐχένα βρόχῳ HDT entourer le cou d’un lacet ; d’où sans dat. περιβάλλειν ἰχθύων πλῆθος HDT prendre dans des filets une multitude de poissons ; περιβάλλειν τινὰ φυγῇ PLUT jeter qqn en exil;
4 avec l’acc. de la chose que l’on jette et une prép. : ναῦν περιβάλλειν περὶ ἕρμα THC pousser un vaisseau sur un banc de sable, échouer avec le navire;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν, ἵππον, νῆα, etc.) s’élancer autour : τὸν Ἄθων περιβάλλειν HDT tourner autour de l’Athos avec la flotte, doubler le mt Athos ; περιβάλλειν Σούνιον THC doubler le cap Sounion ; fig. faire le tour de, càd dépasser, surpasser : τινά τινι surpasser qqn en qch ; abs. περιβάλλειν ἀρετῇ IL être supérieur en vaillance;
Moy. περιβάλλομαι;
I. tr. 1 jeter autour de soi : τεύχεα OD ses armes, revêtir son armure ; τείχεα HDT ou τεῖχος THC élever des murs, un mur tout autour pour se protéger ; avec deux rég. τεῖχος τὴν πόλιν HDT élever un mur autour de la ville ; ταῖς πόλεσι ἐρύματα XÉN élever des retranchements autour des villes;
2 jeter autour de en gén. : περιεβάλοντο οἱ πτεροφόρον δέμας θεοί ESCHL les dieux l’entourèrent (le rossignol) d’un corps couvert de plumes;
II. intr. 1 se jeter autour de ; cerner, entourer;
2 s’emparer de, acc. ; fig. embrasser par la pensée, considérer, acc..
Étymologie: περί, βάλλω.
English (Autenrieth)
aor. 2 περιέβαλον: throw about or around; πεῖσμά τινος, Od. 22.466; met., excel, surpass, Il. 23.276, Od. 15.17; mid., of putting on armor, Od. 23.148.
English (Slater)
περιβάλλω
1 put around, c. acc. & dat., met., devote to κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει (P. 9.87)