κοινόω: Difference between revisions
(strοng) |
(T21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[κοινός]]; to [[make]] (or [[consider]]) [[profane]] (ceremonially): [[call]] [[common]], [[defile]], [[pollute]], [[unclean]]. | |strgr=from [[κοινός]]; to [[make]] (or [[consider]]) [[profane]] (ceremonially): [[call]] [[common]], [[defile]], [[pollute]], [[unclean]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=κοινῷ; 1st aorist infinitive κοινῶσαι (cf. Winer's Grammar, 91 (86)); [[perfect]] κεκοίνωκα; [[perfect]] [[passive]] participle κεκοινωμενος; ([[κοινός]]);<br /><b class="num">1.</b> in classical Greek to [[make]] [[common]].<br /><b class="num">2.</b> in Biblical [[use]] ([[see]] [[κοινός]], 2), a. to [[make]] (levitically) [[unclean]], [[render]] [[unhallowed]], [[defile]], [[profane]] ([[which]] the Greeks [[express]] by [[βεβηλόω]], cf. Winer's De [[verb]]. comp. etc. Part ii., p. 24note 33 ([[where]] he calls [[attention]] to Luke's [[accuracy]] in putting κοινοῦν [[into]] the [[mouth]] of Jews [[speaking]] to Jews (βεβηλοῦν [[when]] [[they]] [[address]] Felix (xxiv. 6))): τί, γαστέρα μαροφαγια, to [[declare]] or [[count]] [[unclean]]: [[δικαιόω]], 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:03, 28 August 2017
English (LSJ)
fut.
A κοινώσω A.Ch.673: aor. ἐκοίνωσα Th.8.48, Pl.Lg. 889d; Dor. ἐκοίνᾱσα Pi.P.4.115:—Med., fut. κοινώσομαι Id.N.3.12 codd. (leg. -άσομαι (Dor.)), E.Med.499: aor. ἐκοινωσάμην A.Ag.1347, Is.11.50, etc.:—Pass., aor. ἐκοινώθην E.Andr.38, Pl.Ti.59b: pf. κεκοίνωμαι (in med. sense) E.Fr.493:—communicate, impart information, κ. τινί τι A.Ch.717 (in 673 an acc. must be supplied), E.Med. 685, Ar.Nu.197, Th.4.4, etc.; μῦθον ἔς τινας E.IA44 (anap.); κ. τινὶ περί τινος A.Supp.369; νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν having imparted their journey to night alone (i.e. travelling by night without consulting any one), Pi.P.l.c. 2 make common, share, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Th.1.39, cf. Pl.Lg.l.c.; v.l. for ἐκοινώνησε in Arist.Pol.1264a1:—in Med., κοινάσομαι [ὕμνον] λύρᾳ Pi.N.l.c.: aor. Med. in act. sense, Hp.Jusj.; κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός unite one to the other, Is.l.c. 3 make common, defile, τὸν ἄνθρωπον Ev.Matt.15.11; γαστέρα μιαροφαγίᾳ LXX 4 Ma.7.6:— Med., deem profane, Act.Ap.10.15. II Med., c. acc., undertake together, make common cause in, βουλεύματα A.Ag.1347; κοινούμεθα . . ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Pl.La.196c; τὸ πρᾶγμα D.32.30; κοινουμένη τὰς ξυμφοράς σοι E.Ion608, cf. 858; κοινοῦσθαι τὸν στόλον Th. 8.8; τὴν τύχην X.Vect.4.32. 2 take counsel with, consult, esp. an oracle or god, X.An.6.2.15, v.l. in HG7.1.27: generally, πρός τινας Pl.Lg.930c; περὶ πάντων ἑαυτοῖς Plb.7.16.3; τοῖς ἰατροῖς περί τινων Gal.Consuet.5; τοῖς φίλοις περὶ τὸ πρακτέον Hdn.7.8.1; ὧν ἄν τις κοινώσαιτο δόξαις agree with, Arist.Metaph.993b12: abs., οὔτ' ἠθέλησας οὔτ' ἐγὼ 'κοινωσάμην S.Ant.539; simply, communicate, τὰ κατ' ἐμὲ τῇ βουλῇ Alciphr.3.72; μηδὲν τῇ γυναικὶ χρήσιμον Men.Mon. 361. 3 c.gen., to be partner or partaker, τινος of a thing, E.Ph. 1709, Cyc.634, Lys.12.93, etc.; τινί τινος with one in... E.Andr. 933. 4 come to terms, μοι Pl.Smp.218e. III Pass., have communication with, λέχει E.Andr.38, cf. 217: metaph., ἀλλήλοις Pl.Lg.673d; ξανθῷ χρώματι -ωθέν, i.e. tinged with yellow, Id.Ti. 59b.
German (Pape)
[Seite 1469] 11 gemein machen, Einem Etwas mittheilen, Einen theilnehmen lassen; κοίνωσον μῦθον ἐς ἡμᾶς Eur. I. A. 44; χρῆν κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Thuc. 1, 39; Plat. Legg. X, 889 d; – Einem Etwas mittheilen, ihn davon in Kenntniß setzen; ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων κοινώσομεν Aesch. Ch. 700; Suppl. 364; τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω Eur. Med. 685; ἵνα αὐτοῖσι κοινώσω τι πραγμάτιον ἐμόν Ar. Nubb. 198; auch in Prosa, Thuc. 2, 73 u. A. – Im N. T. gemein machen, verunreinigen, auch bei Ios. – 2) Med., auch mit aor. pass.; – a) an Etwas Theil nehmen, Etwas gemeinschaftlich haben; ἐπεὶ προθυμεῖ τῆσδε κοινοῦσθαι φυγῆς Eur. Phoen. 1709, vgl. Cycl. 634; auch δούλην ἀνέξει σοὶ λέχους κοινουμένην, Andr. 933, vgl. 38. 216; – κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, mit der Farbe verbunden, vermischt, Plat. Tim. 59 b; ἵνα δοκῇ πάντα μετ' ἐκείνου κοινοῦσθαι, Alles mit ihm zu theilen, Thuc. 8, 48. – b) Einem Etwas mittheilen, bes. um ihn darüber zu Rathe zu ziehen, Einen befragen; Aesch. Ag. 1320; Soph. Ant. 535; Plat. Lach. 196 c; πρός τινα, Legg. XI, 930 c; einen Gott befragen, τῷ θεῷ, Xen. An. 5, 10, 15, vgl. 5, 6, 27; κοινωσάμενον περὶ πάντων ἑα υτοῖς Pol. 7, 16, 3; Sp. – Vgl. oben die dor. Form κοινάω u. das Comp. ἀνακοινόω.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόω: μέλλ. κοινώσω Αἰσχύλ. Χο. 673· ἀόρ. ἐκοίνωσα Θουκ., Πλάτ., Δωρ. ἐκοίνᾱσα (ἴδε κατωτ.)· ― Μέσ., μέλλ. κοινώσομαι Εὐρ., Δωρ. -άσομαι Πινδ. Ν. 3. 19 πρβλ. (κοινάν, ξυνάν)· ἀόρ. ἐκοινωσάμην Τραγ., Ξεν., κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ἐκοινώθην Εὐρ., Πλάτ.· πρκμ. κεκοίνωμαι (ἀλλ’ ἐν μέσ. σημασίᾳ) Εὐρ. Ἀποσπ. 496· (κοινός.) Κάμνω τι κοινόν, μεταδίδω, ποιῶ τι κοινὸν εἰς ἄλλον, 1) ὅπως λάβω τὴν συμβουλὴν ἢ γνώμην του, κ. τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 717 (ἐν στίχ. 673 δέον νὰ νοηθῇ αἰτ. τις) Εὐρ. Μήδ. 685, Ἀριστοφ. Νεφ. 197, κτλ.· ὡσαύτως τι ἔς τινα, Εὐρ. Ι. Α. 44· καὶ κ. τινὶ περί τινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 369, πρβλ. Arnold Θουκ. 8. 48· νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν, κοινοποιήσαντες τὸ ταξείδιόν των μόνον εἰς τὴν νύκτα (δηλ. ὁδοιποροῦντες διὰ νυκτὸς χωρὶς νὰ συμβουλευθῶσί τινα), Πινδ. Π. 4. 204. 2) ὅπως καταστήσω τινὰ μέτοχόν τινος, κοινώσαντας τὴν δύναμιν κοινὰ καὶ τὰ ἀποβαίνοντα ἔχειν Θουκ. 1. 39, πρβλ. 4. 4, Πλάτ. Νόμ. 889D· τὰ περὶ τὰς κτήσεις... τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοίνωσεν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 15· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κοινάσομαι ὕμνον λύρᾳ (ὡς ὁ Ὁράτ. commissi calores fidibus), Πινδ. Ν. 3. 19· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Ἱππ. Ὅρκ. 1. κ. τὴν οὐσίαν τῇ τοῦ παιδός, ἑνῶσαι τὴν μίαν μετὰ τῆς ἄλλης, Ἰσαῖ. 89. 25. 3) καθιστῶ κοινόν, μιαίνω, μολύνω, Ἀποκάλ. κα΄, 27. ― Μέσ., θεωρῶ ἢ κηρύττω ὡς ἀκάθαρτον ἢ βέβηλον, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 15· πρβλ. κοινὸς VII. II. Μέσ., κοινολογοῦμαί τινί τι, βουλεύματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1347· κοινούμεθα... ἐγώ τε καὶ Λάχης τὸν λόγον Πλάτ. Λάχ. 196C· τὸ πρᾶγμα Δημ. 890. 13· ἀπόλ., οὔτ’ ἠθέλησας, οὔτ’ ἐγὼ ’κοινωσάμην Σοφ. Ἀντ. 539. β) ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἀνακοινωθῇ, τινί τι Πλάτ. Συμπ. 218Ε, Μένανδ. ἐν Μονοστίχ. 351· τι πρός τινα Πλάτ. Νόμ. 930C· 2) συμβουλεύομαι, τῷ θεῷ Ξεν. Ἀν. 5. 10, 15, Ἑλλ. 7. 1, 27· κοινώσασθαι ἑαυτοῖς περί τινος Πολύβ. 7. 16, 3, κτλ.· ― ὡσαύτως κ. τινι, συμφωνῶ μετά τινος, Ἀριστ. Μεταφ. 1 (min.) 1, 3. 3) εἶμαι μέτοχος, τινος Εὐρ. Φοίν. 1709, Κύκλ. 634, Λυσίας 128. 42· τινί τινος, μετά τινος εἴς τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 933. 4) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω μέρος ἢ μερίδιον ἔν τινι, συμμετέχω, κοινοῦσθαι τὰς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 608, πρβλ. 858· οὕτω, κοινοῦσθαι τὸν στόλον Θουκ. 8. 8· τὴν τύχην Ξεν. Πόρ. 4, 32. ΙΙΙ. Παθ., ἔχω κοινωνίαν μετά τινος, ἰδίως ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Εὐρ. Ἀνδρ. 38. 217· ἀλλήλοις Πλάτ. Νόμ. 673D· ὡσαύτως, κοινωθεὶς ξανθῷ χρώματι, δηλ. βαφεὶς κίτρινος, Πλάτ. Τίμ. 59Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. κοινώσω, ao. ἐκοίνωσα, pf. inus.
communiquer, càd :
1 rendre commun à, communiquer à ; mettre en commun : τι, qch;
2 communiquer, faire savoir : τί τινι, τι ἔς τινα, qch à qqn;
3 mettre en communication, unir ; Pass. être uni, s’unir à;
Moy. κοινόομαι-οῦμαι (f. κοινώσομαι, ao. ἐκοινωσάμην, ao. Pass. ἐκοινώθην);
1 communiquer, càd mettre en commun : τι, se communiquer qch l’un à l’autre;
2 prendre une part de, entrer en communauté ou en participation de : τι, τινος, de qch ; τινί τινος, τι μετά τινος, de qch avec qqn;
3 entrer en communication avec, prendre conseil de : τῷ θεῷ XÉN consulter la divinité.
Étymologie: κοινός.
English (Strong)
from κοινός; to make (or consider) profane (ceremonially): call common, defile, pollute, unclean.
English (Thayer)
κοινῷ; 1st aorist infinitive κοινῶσαι (cf. Winer's Grammar, 91 (86)); perfect κεκοίνωκα; perfect passive participle κεκοινωμενος; (κοινός);
1. in classical Greek to make common.
2. in Biblical use (see κοινός, 2), a. to make (levitically) unclean, render unhallowed, defile, profane (which the Greeks express by βεβηλόω, cf. Winer's De verb. comp. etc. Part ii., p. 24note 33 (where he calls attention to Luke's accuracy in putting κοινοῦν into the mouth of Jews speaking to Jews (βεβηλοῦν when they address Felix (xxiv. 6))): τί, γαστέρα μαροφαγια, to declare or count unclean: δικαιόω, 3.