ὑπεραίρω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(Bailly1_5)
(T22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπεραρῶ, <i>ao.</i> ὑπερῆρα, <i>pf.</i> ὑπερῆρκα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lever <i>ou</i> élever au-dessus, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’élever au-dessus de, surpasser, dépasser ; <i>fig.</i> l’emporter sur, surpasser, exceller : τινά τινι surpasser qqn en qch;<br /><b>2</b> passer par-dessus, franchir, acc. ; [[εἰς]] τὰ χωρία DÉM déborder et inonder le pays;<br /><b>3</b> être excessif, démesuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἴρω]].
|btext=<i>f.</i> ὑπεραρῶ, <i>ao.</i> ὑπερῆρα, <i>pf.</i> ὑπερῆρκα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> lever <i>ou</i> élever au-dessus, acc.;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’élever au-dessus de, surpasser, dépasser ; <i>fig.</i> l’emporter sur, surpasser, exceller : τινά τινι surpasser qqn en qch;<br /><b>2</b> passer par-dessus, franchir, acc. ; [[εἰς]] τὰ χωρία DÉM déborder et inonder le pays;<br /><b>3</b> être excessif, démesuré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αἴρω]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[present]] [[middle]] [[ὑπεραίρομαι]]; ([[ὑπέρ]] and [[αἴρω]]); to [[lift]] or [[raise]] up [[over]] [[something]]; [[middle]] to [[lift]] [[oneself]] up, be [[exalted]], be [[haughty]]: R. V. to be [[exalted]] [[overmuch]]); [[ἐπί]] τινα, [[above]] [[one]], τίνι, to [[carry]] [[oneself]] [[haughtily]] to, [[behave]] [[insolently]] toward [[one]], [[Aeschylus]] and [[Plato]] [[down]]).
}}
}}

Revision as of 18:11, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραίρω Medium diacritics: ὑπεραίρω Low diacritics: υπεραίρω Capitals: ΥΠΕΡΑΙΡΩ
Transliteration A: hyperaírō Transliteration B: hyperairō Transliteration C: yperairo Beta Code: u(perai/rw

English (LSJ)

   A lift or raise up over, εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν Pl.Phdr.248a; τὴν ὀφρῦν ὑπὲρ τοὺς κροτάφους Luc.Am.54; ἑρμάτων ὑ. τὸ σκάφος over the rocks, Philostr.VA3.23; ὑ. τὸ φθέγμα raise it very high, Luc.Ner.9:—Med., lift oneself or rise above, πάντων Anon. in Rh.1.632 W.: abs., to be lifted up, 2 Ep.Cor.12.7; give oneself airs, be coy, Aristaenet.1.17, 2.6; exalt oneself above, ἐπὶ θεόν 2 Ep.Thess.2.4.    2 heighten, ναῦν τοίχοις Philostr. VA3.35.    II intr.,    1 c. acc., jump over, τειχία X.Eq.Mag.8.3; cross, Ἄλπεις Plb.2.23.1; ὑ. τὸ πέλαγος pass over, Id.1.28.1; ὑ. τὴν ἄκραν double the cape, Id.1.54.7; κάμψαντες τὸν Πάχυνον ὑ. [τὸ πέλαγος] εἰς . . Id.1.25.8; also τὸν Καταράκτην OGI654.6 (Egypt, i B. C.): abs., cross the sea, Plb.1.47.2: as naval and military term, outflank, τὸ λαιὸν τῶν πολεμίων Plb.1.50.6, cf. 3.73.7, etc.: without a sense of motion, rise above, τὸ ὕδωρ Thphr. HP4.8.10; τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου Id.CP5.14.9.    2 excel, τινι in a thing, D.18.220: c. acc., excel, Id.60.21, Aristeas 16, Philostr.Her.2.19; τοὺς πρὸ ἑαυτοῦ ἡγεμονεύσαντας SIG877 A5 (Delph., ii/iii A. D.); νοῦν ὑπεραίρει Plot.6.7.22.    3 overshoot, go beyond, μήθ' ὑπεράρας μήθ' ὑποκάμψας καιρόν A.Ag.786 (anap.); ὑ. τὸν ὡρισμένον καιρόν Plb. 9.14.11; τὴν συνήθειαν Id.28.14.2; exceed, ὑ. τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμός Arist.Pol.1266b11; οὗ ἡ πρόνοια τὰς πάντων εὐχὰς οὐκ ἐπλήρωσε μόνον ἀλλὰ καὶ ὑπερῆρε BMus.Inscr.894.8 (Halic., i A. D.); πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον a little more, Thphr.HP4.6.8; τῶν ὑπεραιρόντων ἱερέων the priests in excess (of a certain number), BGU1.16 (iii A. D.); τῶν ὑπεραιρούντων (sic) τὸν ἀριθμὸν τῶν ἱερέων PLond.2.347.6 (iii A. D.); τὸ ὑπεραῖρον ἀργύριον the money (received) in excess, SIG976.27 (Samos, ii B. C.); τοσοῦτον ἐν [τοῖς δαπανηθεῖσιν] ὑπερῆρεν [αὐτόν] he so far exceeded him in his expenditure, D.C.37.8; λόγος ὑπεραίρων τοῖς ὀνόμασι καὶ ταῖς γνώμαις overdone, Philostr.VA8.6; τὸ ὑπεραῖρον exaggeration, Plb.16.12.9.    III c. gen., pass beyond, double a cape, τοῦ ἀκρωτηρίου Philostr.VA3.24; rise above, τῆς γῆς Id.Her.19.16.    2 transcend, exceed, μήθ' ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (τὸν εἰθ. ὄγκον Stob.) μήτ' ἐλλείποντα Pl.Lg.717d, cf. D.C.75.13 (c. gen.), etc.; ὑ. τῷ μεγέθει τινῶν D.S.20.91, etc.; overcome, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Philostr.VA7.26.    3 c. gen., despise, ib.1.2, Philostr.Jun.Im.7.    IV overflow, τὰ ἀγγεῖα Arist.Mir.835a32: abs., of a stream, ὑ. εἰς τὰ χωρία D.55.10.    2 ὑ. ὑπέρ τι project beyond... Arr.Tact.12.9; οἱ ἐν τῷ τρίτῳ ζυγῷ ὑ. τοὺς πρωτοστάτας πήχεις σ, i.e. their σάρισαι project beyond... Ael.Tact. 14.4; ὑπεραίρειν ἔξω τὰ βλέφαρα project beyond the eyelids, of a tumour, Aët.7.36, cf. 15; overlap, Aristarch.Sam.8.    V Ὑπεραίρων, οντος, ὁ, Most Excellent, = Lat. Exsuperatorius, name given to December by Commodus, D.C.72.15.

German (Pape)

[Seite 1190] (s. αἴρω), darüber heben, darüber erheben, ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τἡν τοῦ ἡνιόχου κεφαλήν, Plat. Phaedr. 248 a, darübersetzen; – intrans., sich darüber erheben; im eigtl. Sinne, τὸ ὄρος, τὸ πέλαγος, über den Berg steigen, über das Meer setzen, Pol. 2, 23, 1. 1, 47, 2, u. Sp., wie D. Cass. 62, 13; auch vom Heere, Pol. 1, 50, 6; vom Wasser, überfließen, εἰς τὰ χωρία, Dem. 55, 10; – übertr., μήθ' ὑπεράρας, μήθ' ὑποκάμψας καιρὸν Χάριτος, darüber hinausgehend, Aesch. Ag. 760; übertreffen, Ggstz ἐλλείπειν, Plat. Legg. IV, 717 d; ὑπερῆρε πάντας ἀνθρώπους πονηρίᾳ, Dem. 25, 94, vgl. 18, 220; τὰ ὑπεραίροντα τὴν κοινὴν συνήθειαν, Pol. 15, 16, 1; dah. τὸ ὑπεραῖρον, das Uebermaaß, 16, 12, 9; auch von der Zeit, ὑπεράρας τὸν καιρόν, 9, 14, 11; ὑπεραίρειν τῶν συμβαινόντων, S. Emp. adv. phys. 1, 161.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραίρω: αἴρω, ὑψώνω ὑπεράνω, ὑπερῆρεν εἰς τὸν ἔξω τόπον τὴν τοῦ ἡνιόχου κεφαλὴν Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α· τὴν ὀφρῦν ὑπὲρ τοὺς κροτάφους Λουκ. Ἔρωτες 54· τὸ σκάφος ὑπερ. ἑρμάτων, ὑπεράνω τῶν βράχων, μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Φιλοστρ.· ὑπ. τὸ φθέγμα, αἴρειν τὴν φωνὴν μεγάλως, Λουκ. Νέρ. 9. - Μέσ., αἴρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω, πάντων Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 632· ἀπολ., ὑψοῦμαι, ἀνυψοῦμαι, ἐπαίρομαι, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 7· ἐγείρομαι, ἐπανίσταμαι, ἐπὶ θεὸν Β΄ πρὸς Θεσσ. β΄, 4. ΙΙ. ἀμεταβ., 1) μετ’ αἰτιατ., βαίνω ἢ πηδῶ ὑπεράνω, περῶ ἄνωθεν ὡς τὸ Λατ. transcendere, trajicere, οἱ δέ γε (δηλ. ἵπποι) δεδιδαγμένοι τε καὶ εἰθισμένοι τάφρους διαπηδᾶν καὶ τειχία ὑπεραίρειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3· Ἄλπεις Πολύβ. 2. 23, 1 πρβλ. 1. 47, 2· - οὕτως, ὑπ. τὸ πέλαγος, διέρχομαι, διαπλέω, ὁ αὐτ. 1. 28, 1· ὑπ. τὴν ἄκραν, περικάμπτω, ὑπερκάμπτω τὸ ἀκρωτήριον, ὁ αὐτ. 1. 54, 7· κάμψαντές τὸν Πάχυνον ὑπ. [τὸ πέλαγος] εἰς... αὐτόθι 25, 8· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, κυκλῶ, περικυκλῶ, ὑπερφαλαγγῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1. 50, 6., 3. 73, 7, κλπ.· - ἄνευ τῆς ἐννοίας κινήσεως, ἐγείρομαι, ἀνυψοῦμαι ὑπεράνω, ὑπερβαίνω, τὸ ὕδωρ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 10· τὸ μέγεθος τοῦ δένδρου ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 9. 2) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, ἐξέχω, ὑπερέχω, τινά τινι, εἴ τι πρᾶγμα, Δημ. 301. 35., 798. 8· νικῶ, τινὰ ὁ αὐτ. 1395. 23. 3) ὑπερακοντίζω, χωρῶ πέραν τινός, ὑπερβαίνω, οὔθ’ ὑπεράρας οὔθ’ ὑποκάμψας καιρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 786· ὑπ. τὸν ὡρισμένον καιρὸν Πολύβ. 9. 14, 11· τὴν συνήθειαν ὁ αὐτ. 27. 16, 2· ὑπ. τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀριθμὸς Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 5 πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον, ὀλίγῳ περισσότερον, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 8. ΙΙΙ. μετὰ γεν., διέρχομαι πέραν, ὑπερκάμπτω ἀκρωτήριον, τοῦ ἀκρωτηρίου Φιλόστρ. 115· ὑψοῦμαι, ὑπεράνω, τῆς γῆς ὁ αὐτ. 746, κλπ. 2) ὑπερβαίνω, μήθ’ ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων (διάφ. γραφ. τὸν εἰθ. ὄγκον) μήτ’ ἐλλείποντα Πλάτ. Νόμ. 717D, πρβλ. Δίωνα Κ. 75. 13, κλπ.· ὑπ. τινὸς τῷ μεγέθει Διόδ. 20. 91, κλπ.· καταβάλλω, νικῶ, τέχνῃ τοῦ ῥοθίου Φιλόστρ. 305. IV. ὑπερχειλίζω, πλημμυρίζω, τὰ ἀγγεῖα Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 67· καὶ ἀπολ., ἐπὶ ποταμοῦ, ὑπερ. εἰς τὰ χωρία Δημ. 1274. 20. 2) ὑπ. ὑπέρ τι, ἐκτείνομαι πέραν τινός, Ἀρρ. Τακτ. 12. 3) ὑπερέχω, ὑπερτερῶ, ἔν τινι ἢ τινὶ Δίων Κ. 37. 8, Φιλόστρ.· τὸ ὑπεραῖρον, ἡ ὑπερβολή, Πολύβ. 16. 12. 9. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερῆραν, ὑπερέβησαν. Πολύβιος (1. 25) ‘κάμψαντες δὲ τὸν Πάχυνον ὑπερῆραν εἰς Ἔκνομον’», ἴδε ἀνωτ. ΙΙ, 1.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεραρῶ, ao. ὑπερῆρα, pf. ὑπερῆρκα, etc.
I. tr. lever ou élever au-dessus, acc.;
II. intr. 1 s’élever au-dessus de, surpasser, dépasser ; fig. l’emporter sur, surpasser, exceller : τινά τινι surpasser qqn en qch;
2 passer par-dessus, franchir, acc. ; εἰς τὰ χωρία DÉM déborder et inonder le pays;
3 être excessif, démesuré.
Étymologie: ὑπέρ, αἴρω.

English (Thayer)

present middle ὑπεραίρομαι; (ὑπέρ and αἴρω); to lift or raise up over something; middle to lift oneself up, be exalted, be haughty: R. V. to be exalted overmuch); ἐπί τινα, above one, τίνι, to carry oneself haughtily to, behave insolently toward one, Aeschylus and Plato down).