ατμός

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀτμός)
υγρή πνοή, αναθυμίαση αερίου, αχνός
ατμοί ονομάζονται γενικά τα αεριώδη εκείνα σώματα που υγροποιούνται σχετικά εύκολα με ψύξη
νεοελλ.
φρ. «υπ' ατμόν» — έτοιμος για αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατμός < αετμός (πρβλ. τις «γλώσσες» του Ησυχίου
«αετμόν
το πνεύμα» και «άετμα
φλόξ»). Ο τ. α(F)ε-τμός, σχηματισμένος με το επιθηματικό στοιχείο -τ-μο-, συνδέεται με τα ά(F)ελλα (< άFε-λια) και ά(F)η-μι (πρβλ. επίσης και αϋτμή, πιθ. με εναλλαγή αFερ- / αυτ-). Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάλογο μορφολογικό σχηματισμό προς το ατμός, χωρίς όμως καμιά ετυμολογική συγγένεια, παρουσιάζουν τα αρχ. ινδ. ātmάn- «ψυχή, πνεύμα» και αρχ. άνω γερμ. ātum «πνοή, αναπνοή» (< ΙΕ. ēt-men- «πνοή, αναπνοή»). Βλ. και λ. άημι.
ΠΑΡ. ατμίδαατμίς), ατμώδης
αρχ.
ατμιώ.
ΣΥΝΘ. ατμοειδής
νεοελλ.
αερατμός, ατμαγωγός, ατμάμαξα, ατμαντλία, ατμήλατος, ατμόβαρις, ατμοβραστήρας, ατμογόνος, ατμοδόκη, ατμοθάλαμος, ατμόιππος, ατμοκιβώτιο, ατμοκινητήρας, ατμοκίνητος, ατμοκλίβανος, ατμοκύλινδρος, ατμολέβητας, ατμόληψη, ατμόλουτρο, ατμομανδύας, ατμομηχανή, ατμόμυλος, ατμονομώ, ατμοπαγίδα, ατμοπλοΐα, ατμόπλοιο, ατμοστρόβιλος, ατμοσυμπυκνωτής, ατμοσυσσωρευτής, ατμόσφαιρα, ατμόσφυρα, ατμοσωλήνας, ατμοφράκτης / υδρατμός
αρχ.
ένατμος, υπατμός].