εἰλέω

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλέω Medium diacritics: εἰλέω Low diacritics: ειλέω Capitals: ΕΙΛΕΩ
Transliteration A: eiléō Transliteration B: eileō Transliteration C: eileo Beta Code: ei)le/w

English (LSJ)

εἱλέω,

   A v. εἴλω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλέω: Ἀττ. εἱλέω, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ εἴλω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. εἱλέω.

English (Autenrieth)

(ϝειλέω), subj. εἰλέωσι, part. εἰλεῦντα, ipf. εἴλει, εἴλεον, ἐείλεον, aor. 3 pl. ἔλσαν, inf. ἔλσαι, ἐέλσαι, part. ἔλσᾶς, pass. pres., part. εἰλόμενοι, ipf. εἰλεῦντο, aor. ἐάλη, 3 pl. ἄλεν, inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, part. ἀλείς, perf. ἐέλμεθα, part. ἐελμένος: I. act. and pass., crowd together, hem in, shut up or off; (O<<>*<>>on the hunter) θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα, Od. 11.573; (δμωὰς) εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Od. 22.460; κατὰ πρύμνᾶς τε καὶ ἀμφ' ἅλα ἔλσαι Ἀχαιούς, Il. 1.409; ὅν περ ἄελλαι | χειμέριαι εἰλέωσιν, ‘hold storm-bound,’ Il. 2.294; (νῆα) κεραυνῷ | Ζεὺς ἔλσᾶς ἐκέασσε, ‘with a crushing blow,’ Od. 5.132; (Ἄρης) Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος, ‘held close,’ Il. 13.523.—II. mid., crowd or collect together, crouch, gather oneself for a spring; ἕστασαν ἀμφὶ βίην Διομήδεος εἰλόμενοι, Il. 5.782; οἳ δή τοι εἰς ἄστυ ἄλεν, Il. 22.12; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ, ‘accumulated,’ Il. 23.420 ; τῇ (ἀσπίδι) ὕπο πᾶς ἐάλη, ‘crouched,’ Il. 13.408 ; ἐνι δίφρῳ ᾗστο ἀλείς, ‘cowering close,’ Il. 16.403 ; Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν, i. e. all ready to charge upon him, Il. 21.571, Od. 24.538.
see εἴλω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. εἱλ-

• Morfología: [act. impf. 3a sg. εἴλει Il.8.215, Od.19.200, 12.210, 3a plu. εἴλεον Od.22.460, ἐείλεον Il.18.447, pres. part. εἱλεύμενοι Hdt.2.76, Q.S.11.115; med.-pas. act. impf. 3a plu. εἰλεῦντο Il.21.8; fut. εἰλήσει AP 12.208 (Strat.); aor. ind. 3asg. εἴλησεν LXX 4Re.2.8, pas. part. εἰληθείς Hp.Morb.4.52; perf. part. med.-pas. εἰλημένος LXX Is.11.5, Lyc.1202, εἰλημέναι Hp.Nat.Puer.13; plusperf. εἴληντο I.AI 12.67]
A tr.
I c. ac. gener. de animados
1 retener, encerrar, acorralar Ἀχαιοὺς Τρῶες ἐπὶ πρύμνῃσιν ἐείλεον los troyanos acorralaban a los aqueos junto a las popas, Il.18.447, cf. 8.215, ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294, cf. Od.19.200, ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ cuando el Cíclope (nos) tenía encerrados dentro de la cueva, Od.12.210, δμῳὰς ... εἴλεον ἐν στείνει Od.22.460, en v. pas. ἡμίσεες δὲ ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο la otra mitad era acorralada en dirección al río, Il.21.8, εἰλουμένους δ' ἐν ὀλίγῳ Plu.Crass.25, εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir.840a33.
2 empujar, acosar, perseguir θῆρας ... εἰλεῦντα Od.11.573, εἰλεῦσιν νεπόδων δειλὰς στίχας εἰς ἕνα χῶρον κοιλοφυῆ empujan a las infelices hileras de criaturas hacia un lugar cavernoso Opp.H.4.652.
II c. ac. de cosas y partes del cuerpo
1 replegar, dar la vuelta ἢν αἱ μῆτραι εἰλέωσι σφέας ἐς τὸ μεσηγὺ τῶν ἰξύων si la matriz se da la vuelta hacia la zona lumbar media Hp.Mul.2.131.
2 enrollar una piel (κῶας) εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181, una prenda de vestir τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ... εἴλησεν plegó su manto LXX l.c., un rollo de papiro κατὰ μηρῶν εἰλήσει δροσερῶν AP 12.208 (Strat.), cf. 9.540, en v. pas. κατὰ γαστέρα τὴν ἐμὴν εἰλημένη de una banda enrollada alrededor de mi vientre Hld.8.11.9, καθ' ἅπερ βιβλίον εἰλεῖται Orac.Sib.3.82
hacer girar μέγας οὐράνιος, εἰλῶν τὸν κόσμον PMag.71.2.
3 envolver, ceñir νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος la corriente envolvía a la nave A.R.2.571, καὶ εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι (τὸ φυλακτήριον) PMag.4.2702, cf. 7.665, en v. pas. ἶνες ... εἰλημέναι σὺν ἰχῶρι Hp.Nat.Puer.13, πέτρον ἐν ... σπαργάνοις εἰλημένον una piedra envuelta en pañales Lyc.1202
fig. καὶ ἔσται ... ἀληθείᾳ εἰλημένος τὰς πλευράς y será ceñido con la verdad en sus costados LXX Is.11.5
fig. en v. med., de pers. dejarse envolver, enredarse περὶ τὰς δίκας εἰλούμενοι δρῶσιν Max.Tyr.22.3.
4 exprimir, prensar para extraer el jugo εἰλεῖν· ἐκπιέζειν ἐλαίας ἢ στέμφυλα Ael.Dion.ε 14, cf. Paus.Gr.ε 15.
B intr., gener. en v. med.-pas.
1 moverse, revolverse ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλεῖται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ Hp.Morb.4.51, de un torbellino o ciclón λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω Arist.Mu.395a9, cf. 11
del corazón agitarse, revolverse οἱ ἦτορ ὀξείῃς εἰλεῖτο πεπαρμένον ἀμφ' ὀδύνῃσι A.R.4.1067
desplazarse, moverse irregularmente de los ibis ἐν ποσὶ μᾶλλον εἰλευμένων τοῖσι ἀνθρώποισι Hdt.2.76, de un cojo εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος se arrastran balanceándose sobre la pierna sana Hp.Art.52, cf. Mochl.20, νεανίσκοι ... περὶ τὸ Κράνειον εἱλούμενοι Alciphr.3.24.1, νωθροὶ δὲ κέλευθα εἱλεῦνται se desplazan lentamente en su camino Opp.H.1.148, de una serpiente, Orph.L.134 cf. Q.S.l.c., Pamph.Mon.Solut.3.45.
2 girar en torno a un eje, dar vueltas περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Arist.Mete.356a5, περὶ δ' αὐτὸν ... εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104, κατ' αὐτὸν ἕλιξ εἰλεῖται Theoc.1.31, ῥάβδοι ... αἳ περὶ τὸν κύκλον τῆς τραπέζης εἴληντο I.AI 12.67, οἱ μὲν ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ ... εἰλέονται Luc.Astr.29, cf. GDRK S 4.2, ὁ γὰρ κόσμος σφαιρηδὸν εἰλούμενος Vett.Val.258.14, cf. Corp.Herm.Fr.7.1
rodar ἡ (πόρδαλις) ἐνὶ βόθρῳ εἰλεῖται προπεσοῦσα Opp.H.3.394
tb. en v. act. τῷ περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν (como etim. de ἥλιος) Pl.Cra.409a.
3 concentrarse, acumularse ἔπειτεν εἰλεῖται τὸ αἷμα Hp.Flat.10, εἰλουμένης τῆς τροφῆς Thphr.CP 6.11.8.

• Etimología: Prob. de *H1u̯el-n- rel. c. ἕλιξ, ἕλμις, etc. y c. het. ḫula- ‘girar’ < *H1ul-, ai. válati, arm. gelum < *H1u̯el-.

Greek Monolingual

(I)
εἰλέω (Α)
βλ. είλω.———————— (II)
εἰλέω (Α)
αποκλείω, εμποδίζω.———————— (III)
εἰλέω (AM)
ξεραίνω, στεγνώνω στον ήλιο.

Greek Monotonic

εἰλέω: Αττ. εἱλέω, επιτετ. τύπος του εἴλω.

Russian (Dvoretsky)

εἰλέω: и εἱλέω (эп. impf. εἴλεον и ἐείλεον; pass.: aor. εἰλήθην и εἱλήθην, pf. εἴλημαι)
1) вращать, катить (οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἱλέονται Luc.): ἐν ποσί τινι εἱλέεσθαι Her. попадаться кому-л. на каждом шагу (досл. катиться у чьих-л. ног);
2) med. бегать вокруг, метаться (μύρμηκες εἱλούμενοι Luc.);
3) гнать, теснить, преследовать (Ἀχαιοὺς ἐπὶ πρύμνῃσιν, θῆρας Hom.; πνεῦμα εἱλούμενον κάτωθεν ἄνω Arst.);
4) загонять (ἐνὶ σπῆϊ, sc. τινας Hom.; οἱ Ῥωμαῖοι εἱλούμενοι ἐν ὀλίγῳ Plut.).