καταράομαι
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ᾱρ Ep., ᾰρ Att.],
A call down curses upon, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε' ὀπίσσω Od.19.330; πολλὰ κατηρᾶτο he called down many curses, Il.9.454; κεφαλῇ πολλὰ κ. Hdt.2.39; κ. ὁ κῆρυξ εἴ τις ἐξαπατᾷ λέγων D.23.97; κ. τὴν Ἶσίν τινι AP11.115 (Nicarch.): c. inf., καταρῶνται δ' ἀπολέσθαι they pray that he may perish, Thgn.277; κ. μήτε πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Arist.Fr.554, cf. 148: c. dat., curse, execrate, τῷ ἡλίῳ Hdt.4.184, cf. Ar.Nu.871, Ra.746, D.19.292 codd., etc.: c. acc., LXX Ge.12.3, al., Ev.Marc.11.21, Plu.Cat.Mi.32 codd., Luc. Asin.27: abs., Ar.V.614, D.18.283:—Pass., aor. κατηράθην [ᾱ] LXX Jb.3.5: pf. part. κατηραμένος accursed, ib.4 Ki.9.34, Ev.Matt.25.41, Plu.Luc.18: also pf. κεκατήραμαι with double redupl., LXXNu.22.6; part. κεκατηραμένος ib.Si.3.18, al.
German (Pape)
[Seite 1373] Einem Etwas anwünschen, bes. Böses, ἄλγεά τινι, Od. 19, 330; vgl. Her. 2, 39 u. Lucill. 39 (XI, 115); ohne den dat., πολλὰ κατηρᾶτο, wünschte viel Böses an, fluchte viel, Il. 9, 454; Dem. καταρᾶται καθ' ἑκάστην ἐκκλησίαν ὁ κήρυξ, εἴ τις ἐξαπατᾷ, 23, 27; vgl. Pol. 15, 29, 14; c. inf., καταρῶνται δ' ἀπολέσθαι, sie wünschten ihm, daß er umkomme, Theogn. 277; τινί, Einen verfluchen, verwünschen, Ar. Ran. 746, wie τῷ ἡλίῳ καταρέωνται Her. 4, 184; ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ τῷ Φιλίππῳ Dem. 19, 292; Ant. Lib. 2; auch τινά, N. T., Plut. Cat. min. 32 Luc. Asin. 27.
Greek (Liddell-Scott)
καταράομαι: ᾱρ Ὅμ., ᾰρ Ἀττ., Ἰων. -αρέομαι, μελλ. -άσομαι, Ἰων. -ήσομαι· ἀποθ., ἐκφέρω κατάρας ἐναντίον τινός, εὔχομαι τὸ κακόν, τινί τι, τῷ δὲ κατᾱρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε’ ὀπίσσω Ὀδ. Τ. 330· (ἄνευ τῆς δοτ.) πολλὰ κατηρᾶτο, ἐξέφερε πολλὰς κατάρας, Ἰλ. Ι. 454· κεφαλῇ πολλὰ κ. Ἡρόδ. 2. 39, πρβλ. Δημ. 653. 5· κ. τὴν Ἶσίν τινι Ἀνθ. Π. 11. 115·- μετ’ ἀπαρ., καταρῶνται δ’ ἀπολέσθαι, εὔχονται νὰ ἀπολεσθῇ, Θέογν. 277. κ. μὴ τὰ πλοῖα στεγανὰ γενέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, πρβλ. 143, Πολύβ, 15. 29, 14·- συχν. μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηράσατο τῷ αἰτίῳ Ξεν. Ἀν. 7. 7, 48, Ἡρόδ. 4. 184· καταρᾷ σὺ τῷ διδασκάλῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 871, Βάτρ. 746· ἐν τῷ δήμῳ κατηρῶ Φιλίππῳ Δημ. 435. 2, κτλ.· παρὰ μεταγ., μετ’ αἰτ. προσ., καταρώμενος τοὺς πολίτας Πλουτ. Κάτων. Νεώτ. 32, Λουκ. Ὄν. 27, Εὐγγ. κ. Μάρκ. ια΄, 21·- ἀντίθ. τῷ ἐπαινεῖν, ἂν μὲν εὖ συμβουλεύσας φανῶ, πολλοὶ ἔσεσθε οἱ ἐπαινοῦντες, ἂν δὲ κακῶς, πολλοὶ οἱ καταρώμενοι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 4· εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς Εὐγγ. κ. Ματθ. ε΄, 44· ἀπολ., ἐκφέρω κατάρας, Ἀριστοφ. Σφ. 614, Δημ. 320. 7· καταρᾶται ὁ κῆρυξ καθ’ ἑκάστην ἐκκλησίαν 653. 5·- Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν παθ. ἀόρ. κατηράθην ᾱ, ἐπὶ παθ. σημ.· οὕτω καὶ μτοχ. παθ. πρκμ. κατηραμένος, καθ’ οὗ κατάρα γεγένηται, κατάρατος, Πλουτ. Λούκουλ. 18· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι Ματθ.· καταραθείη ἡ ἡμέρα ἐκείνη Ἑβδ.- Περὶ τῆς χρήσεως νῦν τῶν μέσ, καὶ παθητ. ἀορίστων σοφώτατα διδάσκει ὁ Κόντος ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471…
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
faire des imprécations contre, souhaiter du mal à : τί τινι ; postér. τινα : maudire qqn.
Étymologie: κατάρα.
English (Strong)
middle voice from κατάρα; to execrate; by analogy, to doom: curse.
English (Thayer)
καταρωμαι; (deponent middle from κατάρα); 1st aorist 2pers singular κατηράσω; (perfect passive participle κατηραμένος (see below)); from Homer down; the Sept. mostly for קִלֵּל and אָרַר; to curse, doom, imprecate evil on: (opposed to εὐλογεῖν) absolutely, (Baruch 6 (Epistle Jer. Epistle of Josephus, contra Apion 1,22, 16)); with the accusative of the object (as often in the later Greek writings, as Plutarch, Cat. min. 32,1variant (Buttmann, § 133,9; Winer's Grammar, 222 (208))), G L text T Tr WH; a tree, i. e. to wither it by cursing, κατάρα). perfect passive participle κατηραμένος in a passive sense, accursed (Plutarch, Luc. 18; and κεκατηραμ. κεκαταρανται, Tdf. etc. κεκατήρανται; see Veitch, under the word.
Greek Monotonic
καταράομαι: (ᾱρ, Ομηρ., ᾰρ, Αττ.), Ιων. -αρέομαι· μέλ. -άσομαι, Ιων. -ήσομαι, αποθ.·
1. επικαλούμαι κατάρες εναντίον κάποιου, αναθεματίζω, τί τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.· με απαρ., καταρῶνται ἀπολέσθαι, προσεύχονται να πεθάνει, σε Θέογν.· με δοτ. προσ. μόνο, καταριέμαι, αναθεματίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, με αιτ. προσ., σε Πλούτ., Κ.Δ.
2. απόλ., εκφέρω κατάρες, σε Αριστοφ.
3. μτχ. Παθ. παρακ., κατ-ηρᾱμένος, με Παθ. σημασία, καταραμένος, αναθεματισμένος, επικατάρατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰράομαι: ион. καταρέομαι (эп. ᾱρ)
1) проклинать (τινα Luc., Plut., NT): κατηραμένος NT проклятый;
2) посылать или призывать проклятия (τινι Her., Arph. etc.): τὴν Ἶσιν κ. τινι Anth. призывать проклятие Исиды на кого-л.; κ. τινι ἄλγεα Hom. желать кому-л. всяческих бед;
3) произносить заклятия (κεφαλῇ τινι πολλά Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αράομαι, ep. κατᾱράομαι, Ion. καταρέομαι; aor. κατηρησάμην, vervloeken, kwaad toewensen:; πολλὰ κατηρᾶτο hij stortte vele vervloekingen (over mij) uit Il. 9.454; met dat.:; τῷ ἡλίῳ καταρέονται zij spreken een vloek uit over de zon Hdt. 4.184.2; met dat. en acc.:; τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ’ ὀπίσσω alle stervelingen wensen hem ellende toe in de toekomst Od. 19.330; met acc.: ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται de vijgenboom die U vervloekt hebt is verdord NT Marc. 11.21.