ἀνδρείκελος
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ον,
A like a man, εἴδωλα D.H.1.38; διατύπωσις Plu.Alex.72.
German (Pape)
[Seite 217] einem Manne, Menschen ähnlich, τὸ ἀνδρ., sc. χρῶμα, eine Farbenmischung, der Fleischfarbe des Menschen entsprechend, Tim. Lex. Pl. χρόα ἐπιτηδεία πρὸς ἀνδρὸς μίμησιν, zu Plat. Crat. 424 d; übtr., συμμιγνύντες καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρ., im Ggstz des θεοείκελος, ein Bild des Menschen, Rep. VI, 501 b; τύπωσις Plut. Alex. 72; εἴδωλα D. Hal. 1, 38. Als Schminke gebraucht, ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Xen. Oec. 10. 5; ἀνδρεικέλου χρῶμα ibd. 6. Bei Theaet. Schol. 4 (Plan. 221) Statue.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελος: -ον, ὅμοιος ἀνδρί, εἴδωλα ποιοῦντες ἀνδρείκελα Διον. Ἁλ. Ρητορ. 1. 38· ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων διατύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 72. Ὁ τύπος ἀνδροείκελος εἶναι μεταγενέστ. καὶ ἀμφίβολος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à un homme ; τὸ ἀνδρείκελον (χρῶμα) couleur de chair pour imiter une figure d’homme.
Étymologie: ἀνήρ, εἴκελος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἀνδροει- Adam.Dial.208
I adj. que representa un hombre εἴδωλα D.H.1.38, διατύπωσις Plu.Alex.72.
II subst. τό
1 imagen de un hombre, lo humano συμμειγνύντες τε καὶ κεραννύντες ἐκ τῶν ἐπιτηδευμάτων τὸ ἀνδρείκελον combinando y mezclando con ayuda de los hábitos lo más propiamente humano Pl.R.501b
•imagen, estatua ἀνδρείκελον αὐτοῦ Καίσαρος App.BC 2.147, ὅπως ἀνδρείκελα τεύξῃ AP 16.221 (Theaet.), cf. Adam.l.c.
2 colorete de color carne τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ X.Oec.10.5, cf. Pl.Cra.424e, Arist.GA 725a26, Thphr.Lap.51, Hsch.
Greek Monolingual
(Α ἀνδρείκελος), -ον)
1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος
2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα
β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή άλλου
αρχ.
βαφή στο χρώμα της ανθρώπινης σάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + είκελος «όμοιος» < έοικα (πρβλ. θεοείκελος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀνδρείκελος: -ον (ἀνήρ, εἴκελος), όμοιος με άνδρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρείκελος: человекообразный (διατύπωσις καὶ διαμόρφωσις Plut.).