πειθαρχέω
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
A obey one in authority, abs., πειθαρχεῖ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Eup.232, cf.Arist.Pol.1262b3 : mostly c. dat., π. πατρί S.Tr.1178 ; τοῖς νόμοισι Ar.Ec.762 ; τοῖς ἐφεστῶσι X.Mem.3.5.19, cf. Pl.R.538d; ὡς ἂν . . τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς π. Cratin.139 ; τοῖς προσταχθεῖσιν Isoc.3.13 ; τῷ λόγῳ Arist.Pol.1295b6 : c. gen. (cf. πείθω B. 1.3), ἐπιταγμάτων Epist. Darei in SIG22.7 (v B. C.) ; στρατηγοῦ OGI12.11 (Priene, iii B. C.), cf. 244.38 (Syria, ii B. C.) ; τινος PGiss.2.16 (ii B. C.) :—Med., ἔθνος . . πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον Hdt.5.91.
German (Pape)
[Seite 543] dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, ἔθνος ἀσθενὲς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον, 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
πειθαρχέω: μέλλ. -ήσω, πείθομαι τῷ ἄρχοντι, τῷ προϊσταμένῳ, εἶμαι εὐπειθής, ὑπακούω, ἀπολ., καὶ τἆλλα πειθαρχεῖ καλῶς ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 2, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 15, 14· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ δοτ., π. πατρὶ Σοφ. Τρ. 1178· τοῖς νόμοις Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 762· τοῖς ἐφεστῶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 19, πρβλ. Πλάτ. 538D· ὡς ἂν μᾶλλον τοῖς πηδαλίοις ἡ ναῦς ἡμῶν πειθαρχῇ Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 2· τοῖς προσταχθεῖσιν Ἰσοκρ. 29C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 4.— Τὸ μέσον κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρ’ Ἡροδ., ἔθνος ... πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμον 5. 91.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
obéir aux magistrats ou aux lois ; en gén. obéir à, τινι.
Étymologie: πείθαρχος.
English (Strong)
from a compound of πείθω and ἄρχω; to be persuaded by a ruler, i.e. (genitive case) to submit to authority; by analogy, to conform to advice: hearken, obey (magistrates).
English (Thayer)
πειθάρχω; 1st aorist participle πειθαρχησας; (πείθαρχος; and this from πείθομαι and ἀρχή); to obey (a ruler or a superior): Θεῷ, to be obedient); τῷ λόγῳ τῆς δικαιοσύνης, Polycarp, ad Philippians 9,1 [ET]; (A. V. to hearken to) one advising something, Sophocles, Xenophon, Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others; on the very frequent use of the verb by Philo see Siegfried, Philo von Alex. as above with, p. 43 (especially, p. 108).)
Greek Monotonic
πειθαρχέω: μέλ. -ήσω, υπακούω σε κάποια αρχή, με δοτ., πειθαρχέω πατρί, σε Σοφ.· τοῖς νόμοις, σε Αριστοφ.· απόλ., είμαι υπάκουος, σε Αριστ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πειθαρχέω: тж. med. слушаться, повиноваться, подчиняться (πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Arph.; ἀρχαῖς καὶ ἐξουσίαις NT; ἀσθενὴς καὶ πειθαρχέεσθαι ἑτοῖμος Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθαρχέω [πείθαρχος] gehoorzamen aan de gezagsdrager; ook med..; πειθαρχέεσθαι ἕτοιμον bereid te gehoorzamen Hdt. 5.91.1; meestal met dat.. ῥᾴστη γὰρ τῷ λόγῳ πειθαρχεῖν (deze klasse) gehoorzaamt het gemakkelijkst aan de rede Aristot. Pol. 1295b6.
Middle Liddell
πειθαρχέω, fut. -ήσω
to obey one in authority, c. dat., π. πατρί Soph.; τοῖς νόμοις Ar.: absol. to be obedient, Arist.:—so in Mid., Hdt.