λέπας
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
τό,
A bare rock, scaur, Simon.114.1, A.Ag.283, 298, E.Ph. 24, al.; Ἀκραῖον λ. Th.7.78. (Only nom. and acc. sg.)
German (Pape)
[Seite 29] τό, kahler Fels, Berg; Aesch. Ag. 274. 289; Eur. u. sp. D., wie Ep. ad. 128 (VI, 23); auch in Prosa, Thuc. 7, 78, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λέπας: τό, (λέπω) ἀπόκρημνος πέτρα, Σιμων. 117. 1, Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, 298, Εὐρ. Φοίν. 24, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως παρὰ Θουκ. 7. 78· ἐν χρήσει μόνον καθ’ ἑνικ. ὀνομ. καὶ αἰτ.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom., voc. et acc. sg.
roche nue, rocher.
Étymologie: λέπω -- DELG cf. lat. lapis ?
Greek Monolingual
λέπας, τὸ (Α)
βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, -idis «πέτρα» (το -a- του lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα lep- «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό» (πρβλ. λέπω). Υπάρχει και η άποψη ότι ίσως και οι δύο λέξεις είναι δάνειες από κάποια μεσογειακή γλώσσα (πρβλ. ιβηρο-ρωμανικό lapa, με πιθ. σημ. «πέτρινος δίσκος»)].
Greek Monotonic
λέπας: τό, σε χρήση μόνο σε ονομ. και αιτ. (λέπω), απόκρημνος βράχος, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λέπας: τό (только nom. и acc. sing.) голая скала, утес Aesch., Eur.: λ. Ἀκραῖον Thuc. Акрейская скала (обрывистая возвышенность близ Акры в Сицилии).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. (only nom.-acc. sg.)
Meaning: bare rock, mountain (Simon., A., E., Th.).
Derivatives: λεπαῖος rocky (E.); λεπάς, -άδος f. limpet (Alc. Z 36, 2 [not certain], Epich., com., Arist.), as the animal clings with his foot to the rock (cf. H. λεπάδες τὰ πρὸς ταῖς πέτραις κεκολλημένα κογχύλια); acc. to WP. 2, 429 and W.-Hofmann s. lepidus however of λέπος, λεπίς shell, scale.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From λέπας: λεπαστή (-άστη) f. limpet-like beaker (com.) with λεπαστίς, -ίδος id. (vase-inscr., H.); on the formation Schwyzer 503; Lat. LW [loanword] lepista, -esta; λέπαστρον σκεῦός τι ἁλιευτικόν H. (cf. δέπαστρον a.o.; Chantraine Form. 333 f.); λεπαδεύομαι 'collect λ.' (H., Phot.). The similarity between λέπας and Lat. lapis, -idis m. (f.) stone shows a common origin (against this Ernout-Meillet s. v.); the Lat. a-vowel is explained as ablaut (s. W.-Hofmann s. v. [most improbable]), also as derailment (after capis bowl with one handle [idem]; Petersen Lang. 14, 49[?]). WP. 2, 431 considers (doubting) a loan from a mediterranean language; thus Hubschmid 3me Congrès int. de toponymie et d'anthroponymie II 189 (to Iberorom. lapa flat stone, hollow etc). Improbable Alessio Onomastica 2, 189; s. Belardi Doxa 3, 212. - The old connection with λέπω peel off (λέπας bare rock) is still (despite Bq) considered.
Middle Liddell
only in nom. and acc.] λέπω
a bare rock, scaur, crag, Aesch., Eur., etc.