σάπφειρος
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
(proparox.), ἡ,
A lapis lazuli, of which two chief kinds, κυανῆ and χρυσῆ, are mentioned by Thphr.Lap.23,37, D.P.1105; cf. LXX Ex.24.10, al., J.AJ3.7.5, Peripl. M.Rubr.39. (Cf. Hebr. sappīr, perh. not Semitic.)
German (Pape)
[Seite 862] ἡ, auch σάμφειρος, der Sapphir, ein Edelstein, von dem es 2 Hauptarten gab, κυανῆ u. χρυσῆ, D. Per. 1105; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σάπφειρος: ἡ, κατὰ τὸν Beckmann ἐν Hist. of Invent., καὶ τὸν King ἐν Antique Gems, οὐχὶ ὁ νῦν σάπφειρος ἀλλ’ ὁ lapis lazuli, λίθος τῆς ὁποίας ὑπῆρχον δύο εἴδη, κυανῆ καὶ χρυσῆ, εἶναι ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοφράστου μνημονευόμενος ἐν τοῖς π. Λίθ. 23 καὶ 37, Διον. Π. 1104. (Πιθαν. ἡ λέξις παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἑβρ. sappir).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
lapis-lazuli ou saphir.
Étymologie: cf. hébr. sappir, lui-même emprunté à ?
English (Strong)
of Hebrew origin (סַפִּיר); a "sapphire" or lapis-lazuli gem: sapphire.
English (Thayer)
σαπφείρου, ἡ, Hebrew סַפִיר, sapphire, a precious stone (perhaps our lapis lazuli, cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sapphire; Riehm, HWB, under the word Edelsteine, 14): Theophrastus, Dioscorides (100 A.D.>?), others; the Sept..)
Greek Monolingual
ο / σάπφειρος, η, ΝΜΑ, και σάμφειρος Α
το ζαφείρι, διαφανής ως ημιδιαφανής ποικιλία του κορουνδίου, φυσική ή συνθετική, σήμερα, που έχει θεωρηθεί πολύτιμος λίθος ακόμη από το 800 π.Χ. και έχει χρώμα το οποίο κυμαίνεται από ανοιχτό ώς βαθύ κυανό ή ιώδες
νεοελλ.
συν. στον πληθ. οι σάπφειροι
διάφορες άχρωμες, γκρίζες, κίτρινες, ροδόχροες, πορτοκαλόχρωμες, πράσινες ιώδεις και καστανές πολύτιμες ποικιλίες του κορουνδίου
αρχ.
ο ημιπολύτιμος λίθος λάπις λάζουλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., η οποία απαντά και στην Σημιτική (πρβλ. εβρ. sappīr). Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sani-priya-, ονομ. ενός σκουρόχρωμου λίθου, δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
σάπφειρος: ἡ, πολύτιμος λίθος σε κυανή απόχρωση, σάπφειρος, ζαφείρι, ή (όπως κάποιοι θεωρούν) το πετράδι lapis lazulis. (πιθ. Φοιν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
σάπφειρος: ἡ (евр.) сапфир NT.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lazurite, "sapphire" (Thphr., LXX etc.; on the meaning Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivatives: σαπφείρ-ιον (-ππ-) n. colouring made of σ. (pap.), -ινος made of σ. (pap., Philostr. a.o.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.?
Etymology: Semit. LW [loanword]; cf. Hebr. sappīr. Further connection with OInd. (lex.) śani-priya- n. name of a dark stone (since A. Müller BB 1, 281) seems quite doubtful. However, in Semit. the word is rather a loanword (Masson, Emprunts sémit. 66 n. 2). --The word looks Pre-Greek (-πφ-, -ειρ-ος). Through Lat. sapphirus the word came in the European languages, Eng. sapphire etc.
Middle Liddell
σάπφειρος, ἡ,
a blue gem, the sapphire, or (as others think) lapis lazuli. [Prob. a Phoenician word.]
Frisk Etymology German
σάπφειρος: {sáppheiros}
Grammar: f.
Meaning: Lasurstein, "Saphir" (Thphr., LXX usw.; zur Bod. Schrader-Nehring Reallex. 1, 212).
Derivative: Davon σαπφείριον (-ππ-) n. ‘aus σ. gemachter Farbstoff’ (Pap.), -ινος ‘aus σ.’ (Pap., Philostr. u.a.).
Etymology : Semit. LW; vgl. hebr. sappīr. Weitere Anknüpfung an aind. (Lex.) śani-priya- n. N. eines dunkelfarbigen Steins (seit A. Müller BB 1, 281) scheint sehr fraglich.
Page 2,677