ἁλής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ές, Ion., = Att. ἁθρόος,
A thronged, crowded, in a mass, πολλὰ ἁλέα Hp.Mul.1.5, cf. Hdt.1.133; ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, al.: sg. with collective nouns, ἁ. γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς 7.157; ἁ. ἐὼν ὁ στρατός ib.236; ἁ. τροφή, αἷμα, Hp.Vict.2.45, Morb. 2.4. Adv. -έως prob. in Hp.Mul.1.36: neut. pl.as Adv., ἐκχέουσιν τὸ οὖρον ἁλέα Aret.SD2.2. [ᾱ, Call.Fr.86; ἀλέα λέσχην is v.l. Hes. Op. 493.] (sṃ-ϝαλής, cf. ϝαλῆναι.)
German (Pape)
[Seite 95] ές (ἁλέω, ἀολλής), ion. = ἀθρόος, versammelt, angehäuft; oft bei Her., ἁλὴς γενομένη ἡ Ἑλλάς 7, 157, vgl. 5, 157, sonst im plur.; auch Hippocr. Den Accent bestimmt Arcadius; es findet sich auch ἀλής als schlechtere Schreibart.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλής: -ές, Ἰων. λέξις ἰσοδύναμος τῇ Ἀττ. ἀθρόος, εἰς ἓν ὅλον ἠθροισμένος, Λατ. confertus, Ἡρόδ. καὶ Ἱππ., ἢ κατὰ πληθ. ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, Ἡρόδ. 9. 15· πρβλ. 1. 196., 3. 13,
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rassemblé, réuni en corps compact.
Étymologie: DELG cf. ἅλις.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἄλης Hp.Mul.1.5; ἀλής Dam.in Phlb.236
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [plu. neutr. no contr. ἄλεα Hp.l.c.]
1 en plu. reunido, agrupado, todo junto, en masa πολλὰ ἄλεα Hp.l.c., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, Call.Fr.191.9, χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι se sirven de muchos postres, pero no todos juntos Hdt.1.133
•sg. c. colect. o nombres de masa ἁ. πάσα ἡ Ἑλλάς Hdt.7.157, στρατός Hdt.7.236, τροφή Hp.Vict.2.45, τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολή Hp.Morb.2.2, αἷμα Hp.Morb.2.4
•como etim. de ἀλήθεια: παρὰ γὰρ τὸ «θεῖον ἀλὲς» ... ἔστι δὲ ἀλὲς μὲν τὸ συνηθροισμένον Dam.in Phlb.236.
2 adv. ἀλέως abundantemente ὑπὸ τοῦ αἵματος ἀλέως ἐξαπίνης κατελθόντος por la sangre que brota abundantemente de repente Hp.Mul.1.36.
• Etimología: De *°Hu̯°l- > αϝαλ- > λ-; cf. ἅλις y ἀολλής.
Greek Monolingual
ἁλής, -ὲς (Α)
συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος
το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ.
αθρόα, συγκεντρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» καθώς και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. αFλανέως. που απαντά σε επιγραφή της Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα (πρβλ. και τον επιρρηματ. τ. του Ησυχίου ἀλανέως «ολοσχερώς»). Η μορφολογική συγγένεια τών τ. ἁλής, ἀολλὴς καί αFλανέως οδηγεί στην υπόθεση ενός αρχικού τ. ἁ-Fl-νής, απ' όπου με τη διαφορετική κατά διαλέκτους αντιπροσώπευση του l (του φωνηεντικού λ.) -αλ-, -ολ-, -λα- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. ἁλής, ἀολλὴς καί ἀλανέως. Ειδικότερα το επίθ. ἁλὴς είναι πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. ἁFελ-νὴς (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F, συναίρεση των -αε- σε ᾶ, αφομοίωση -λν- > λλ και απλοποίηση). Εξάλλου η κατάληξη –νὴς πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου Fελ-νος (Πρβλ. ἔθ-νος, κτῆ-νος, σμῆ-νος κ.λπ.). Σημειώνουμε ότι η ρ. -Fελ απαντά και στο ρ. εἴλω (αορ. ἀλῆναι) «στρίβω, συμπιέζω, ωθώ, συνωθώ», καθώς και στο επίρρ. ἅλις «κατά σωρούς, σωρηδόν». Το αρκτικό ἁ- της ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται συνήθως ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ sm-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση του επιθ. ἁλής. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. (πρβλ. ἀλία «συγκέντρωση», ἀλιάσσιος βλ. ἀλίασσις) ψιλούνται συνήθως στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η δασύτητα (h). Παρεκτεταμένος τ. του επιθ. ἁλὴς είναι και η αττ. λ. ἡλιαία (δωρ. ἀλιαία) «συγκέντρωση (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το ἡ- του ἡλιαία, από τροπή του αρκτικού μακρού ᾱ του επιθ. ἁλὴς καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -η- (και ίσως η δασεία) είναι πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ουσ. ἥλιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλία, ἁλίζω, ἡλιαία.
Greek Monotonic
ἁλής: [ᾱ], -ές (εἴλω, πρβλ. ἀολλής), Ιων. λέξη ισοδύν. με την Αττ. ἀθρόας, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, πυκνός, γεμάτος κόσμο, συσσωρευμένος μεμιάς, Λατ. confertus, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· είτε στον πληθ., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, είτε με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλής: (ᾱ) собранный в кучу, соединенный вместе: ἁ. γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς Her. соединенные силы всей Эллады; κατὰ μὲν ἕνα …, ἁλέες δέ Her. поодиночке …, но все вместе.
Frisk Etymological English
(ἀλής)
Grammatical information: adj.
Meaning: thronged, crowded (Hdt.).
Other forms: The spiritus asper is uncertain: it is regular in ἁλής, but not for Dor. ἀλία.
Derivatives: ἁλίη, Dor. ἀλία assembly of people. From it Dor. ἀλιαία id., Att. ἡλιαία. The ἡ- in Att. ἡλιαία must be false Ionicism of a Dorian loanword (influence of ἥλιος?); s. Ed. Meyer Philol. 48, 187.
Origin: IE [Indo-European] [1138] *uel- press (together)
Etymology: Aeol. ἀολλής has the same meaning; if it is identical, they may go back to *ἁ-Ϝαλνής resp. *ἀ-Ϝολνής, with α copulativum (*sm̥-) and *-ul̥n-. ἀλανέως ὁλοσχερῶς, Ταραντῖνοι H. and αϜλανεως (meaning uncertain, Elis) might also be the same word. A hapax is ἀελλής, Γ 13 (full grade would be regular). One supposes a noun *Ϝέλ-νος Gedränge, Menge, suffix as in ἔθνος, σμῆνος (Chantr. Form. 420), which would belong to εἴλω, q.v. Cf. ἅλις, ἀολλής.
Middle Liddell
εἴλω, cf. ἀολλής; ionic word equiv. to attic ἀθρόος,]
assembled, thronged, in a mass, all at once, Lat. confertus, Hes., Hdt.; either in pl., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, or with collective nouns, ἁλὴς γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς Hdt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἁλής -ές, Ion. [~ ἅλις
1. verzameld, verenigd.
2. opeengepakt.