φιμόω
English (LSJ)
A muzzle, οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα LXXDe.25.4; shut up as with a muzzle, φ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα to make fast his neck in the pillory, Ar.Nu.592 (troch.); close, seal up, στόμα [ἄγγους] Asclep. ap.Gal.12.984: metaph., muzzle, put to silence, τινα Ev.Matt.22.34:— Pass., to be put to silence, be silent, φιμώθητι, πεφίμωσο, Ev.Marc.1.25, 4.39, cf. Luc.Peregr.15, Mim.Oxy.413.122; τινι by or because of a thing, J.BJ1.22.3, cf. 5.1.5; φιμοῦσθαι πρός τι to be mute in a matter, ib.Prooem.5, S.E.M.8.275.
German (Pape)
[Seite 1289] schnüren, festbinden, knebeln, τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, ins Holz, in den Bock spannen, Ar. Nubb. 582. Dah. bes. den Mund verschließen, N. T.; οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. Peregr. 15; Hesych. erkl. δεσμέω.
Greek (Liddell-Scott)
φῑμόω: μέλλ. -ώσω, κλείω ὡς διὰ φιμώτρου, φιμ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, στερεώνω, σφίγγω τὸν λαιμόν του εἰς τὸν κλοιόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 592· μεταφορ., ἀποστομώνω, οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 34. ― Παθητ., κατασιγάζομαι, σιωπῶ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄. 25, δ΄, 39, κλπ.· πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 15· τινι, διά τινος ἢ ἐξ αἰτίας πράγματός τινος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 22, 3, πρβλ. 5. 1, 5· φιμοῦμαι πρός τι, γίνομαι ἄφωνος εἴς τι πρᾶγμα, δὲν λέγω, τίποτε, αὐτόθι προοίμ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 275.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 museler;
2 attacher au pilori.
Étymologie: φιμός.
English (Strong)
from phimos (a muzzle); to muzzle: muzzle.
English (Thayer)
φίμω (infinitive φιμοιν, WH (see their Appendix, p. 166 and Introductory § 410; Buttmann, 44 (38); see ἀποδεκατόω); future φιμώσω; 1st aorist ἐφιμωσα: passive, perfect imperative 2nd person singular πεφίμωσο; 1st aorist ἐφιμώθην; (φιμός a muzzle); to close the mouth with a muzzle, to muzzle: properly, βοῦν, the ox, R G L WH text (see κημόω); חָסַם; (universally, to fasten, compress, τῷ ξύλῳ τόν αὐχένα τίνος, Aristophanes nub. 592); metaphorically, to stop the mouth, make speechless, reduce to silence: τινα, to become speechless, hold one's peace, Josephus, b. j. prooem. § 5; book 1,22, 3; Lucian, de morte peregr. 15; universally, to be kept in check, 4 Maccabees 1:35).
Greek Monotonic
φῑμόω: μέλ. -ώσω, φιμώνω, κλείνω το στόμα με φίμωτρο, φιμόω τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ.· μεταφ., φιμώνω, αποστομώνω, επιβάλλω ησυχία, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., προστ. αορ. αʹ φιμώθητι, σώπασε, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φῑμόω:
1) надевать намордник (φ. βοῦν NT);
2) перен. зажимать рот, заставлять молчать, pass. умолкать (φιμώθητι καὶ ἔξελθε NT): οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. враги принуждены были замолчать; πρὸς ἕκαστον τῶν οὕτως ἐπιχειρημένων πεφίμωνται Sext. ни против одного из этих доводов они ничего не могли возразить;
3) надевать колодку: φ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα τινός Arph. надевать кому-л. колодку на шею.
Middle Liddell
φῑμόω, fut. -ώσω
to muzzle, shut up as with a muzzle, φ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα to make fast his neck in the pillory, Ar.: metaph. to muzzle, put to silence, NTest.: Pass., aor1 imperat. φιμώθητι be thou silenced, NTest.