κλόνος

From LSJ
Revision as of 19:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλόνος Medium diacritics: κλόνος Low diacritics: κλόνος Capitals: ΚΛΟΝΟΣ
Transliteration A: klónos Transliteration B: klonos Transliteration C: klonos Beta Code: klo/nos

English (LSJ)

ὁ, Hom. (only in Il.),

   A confused motion, turmoil, esp. battle-rout, κατὰ κλόνον Il.16.331, 713; κ. ἐλχειάων throng of spears, 5.167, 20.319; ἐν δὲ κλόνον ἧκε κακόν [Ἀπόλλων] 16.729; κ. ἀνδρῶν throng of men, Hes.Sc.148; Trag.(not in S.) only in lyr., ἱππιοχάρμας κλόνους throngs of fighting horsemen, A.Pers.106; ἀσπίστορας κλόνους Id.Ag.404; σκέψαι κλόνον… Γιγάντων E.Ion206: in later Prose, trembling, confusion, Aq.Ez.12.8, Them.Or.6.73b; agitation of mind, ὁ ἄφρων σάλον καὶ κ. ὑπομένει Ph.1.230.    II agitation in physiological sense, of wind in the bowels, Ar.Nu.387; κλόνου πάταγος Aret.SD1.7; οἱονεί τινα σφυγμὸν καὶ κ. ἔχοντος τοῦ πνεύματος Plu.2.681a; of the pulse, Gal.9.76; of the body generally, ib.651: generally, shaking, agitation, Alex.Aphr.in Top.466.25.

German (Pape)

[Seite 1456] ὁ, heftige, verworrene Bewegung; in der Il. immer Schlachtgetümmel; κατὰ κλόνον αὖθις ἐλάσσας Il. 16, 713; ὁ μὲν τὸν ἰόντα κατὰ κλόνον οὐκ ἐνόησεν 789; κλόνος ἐγχειάων, Speergedränge, 5, 167. 20, 319; κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν Hes. Sc. 148; ῥιψαύχην Pind. frg. 224; ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους, Schild- und Speergedränge, Aesch. Ag. 393; ἱππιοχάρμαι Pers. 107; κλόνος Γιγάντων Eur. Ion 206; komisch, ζωμοῦ ἐμπλησθεὶς ἐταράχθης τὴν γαστέρα καὶ κλόνος αὐτὴν διεκορκορύγησε Ar. Nubb. 386; sp. D.; auch Themist., der es or. 6 p. 73 mit ταραχή vrbdt.

Greek (Liddell-Scott)

κλόνος: ὁ, ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ὡς τὸ κλονέω) μόνον ἐν τῇ Ἰλ., πᾶσα βιαία, συγκεχυμένη κίνησις, ἡ ταραχὴ τῆς μάχης, ἰδίως ἐπὶ ἀνθρώπων φευγόντων ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει, ἡ τῆς μάχης ταραχή, θόρυβος, κατὰ κλόνον Ἰλ. Π. 331, 713, 729· κλ. ἐγχειάων, ὁ ὠθισμὸς τῶν δοράτων, Ε. 176, Υ. 319· κλ. ἀνδρῶν, ὠθισμὸς ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 148· οὕτως, Αἰσχύλ. (ἐν λυρικ. χωρίοις), κλόνους ἱππιοχάρμας, πλήθη μαχομένων ἱππέων, Πέρσ. 107· ἀσπίστορας κλόνους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 405· ἅπαξ παρ’ Εὐρ., σκέψαι… κλόνον Γιγάντων Ἴων 206· καὶ κωμικῶς, θόρυβος, ταραχὴ τῶν ἐντέρων, Ἀριστοφ. Νεφ. 387· πρβλ. κλονέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agitation, tumulte d’un combat ; en gén. mouvement tumultueux ; p. ext. trouble du bas-ventre.
Étymologie: DELG κέλομαι.

English (Autenrieth)

tumult; ἐγχειάων, ‘press of spears,’ Il. 5.167. (Il.)

English (Slater)

κλόνος
   1 confusion ἐν δὲ Ναίδων ἐρίγδουποι στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ of Dionysaic rites Δ. 2. 14.

Greek Monolingual

ο (AM κλόνος)
κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός
νεοελλ.
ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο
μσν.-αρχ.
1. σύγχυση, ταραχή
2. δόνηση, σεισμός («ὁ κλόνος ὁ τὴν παραλίαν Φοινίκην κατασείσας», Ευάγρ.)
αρχ.
1. (ειδ.) σύγκρουση, συμπλοκή (α. «ἔρις κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν», Ησίοδ.
β. «λιποῦσα δ' ἀστοῖσιν ἀσπίστορας κλόνους λογχίμους τε», Αισχύλ.)
2. η ταραχώδης κίνηση που συμβαίνει στον οργανισμό και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων
3. (για τη θάλασσα) αναταραχή, σάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλομαι. Εμφανίζει επομένως τη μηδενισμένη βαθμίδα κλ- της ΙΕ ρίζας kel- «κινώ» και επίθημα -όνος, όπως τα θρ-όνος, χρ-όνος.
ΠΑΡ. κλονίζω, κλονώ, κλονώδης
νεοελλ.
κλονικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κλονοειδώς].

Greek Monotonic

κλόνος: ὁ, κάθε βίαια και συγκεχυμένη κίνηση, πίεση, ταραχή της μάχης, αναστάτωση, σάλος, σε Ομήρ. Ιλ.· κλόνοι ἱππιόχαρμαι, τα πλήθη των μαχόμενων ιππέων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κλόνος:
1) смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалка: κατὰ κλόνον Hom. в разгар(е) боя; κ. ἐγχειάων Hom. множество копий; ἀσπίστορες κλόνοι λόγχιμοι Aesch. смятение щитов и копий, т. е. ужасы войны; ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. конные битвы;
2) шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλόνος -ου, ὁ [~ κέλομαι] krijgsgewoel, strijd; uitbr. kluwen vechtenden:; ἀσπίστορας κλόνους de kluwen schilddragende strijders Aeschl. Ag. 404; van de buik winderigheid.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: excitement, excited throng, turmoil, t. of battle (Il.; on the meaning Trümpy Fachausdrücke 157f.);
Compounds: rarely in compp., e. g. ἄ-κλονος without excitment, quiet (Gal., of the pulse).
Derivatives: Denomin. κλονέω (mostly present), also with prefix as ὑπο-, συν-, ἐπι-, excite, urge, pass. be pressed, get in excitement (Il.) with κλόνησις Excitement (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Mostly derived from κέλομαι, so κλ-όνος, with the same formation as in θρ-όνος (s. v. and Schwyzer 490). I doubt this explanation: words in -ονος are rare, and the analysis of θρόνος is also uncertain. Rather a Pre-Greek word.

Middle Liddell

κλόνος, ὁ,
any confused motion, the press of battle, battle-rout, turmoil, Il.; κλόνοι ἱππιόχαρμαι throngs of fighting horsemen, Aesch.

Frisk Etymology German

κλόνος: {klónos}
Grammar: m.
Meaning: Erregung, erregtes Gedränge, Gewühl, Kampfgetümmel (ep. poet. seit Il., späte Prosa; zur Bed. Trümpy Fachausdrücke 157f.);
Composita : vereinzelt in Kompp., z. B. ἄκλονος ohne Erregung, ruhig (Gal., vom Puls).
Derivative: Denominativum κλονέω (vorw. Präsens), auch mit Präfix wie ὑπο-, συν-, ἐπι-, erregen, bedrängen, herjagen, Pass. bedrängt werden, in Verwirrung geraten (ep. ion. poet. seit Il., sp. Prosa) mit κλόνησις Erregung (Hp. u. a.).
Etymology : Von κέλομαι, also κλόνος, mit derselben Bildungsweise wie in θρόνος (s. d. und Schwyzer 490).
Page 1,876