Σίσυφος

From LSJ
Revision as of 22:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίσῠφος Medium diacritics: Σίσυφος Low diacritics: Σίσυφος Capitals: ΣΙΣΥΦΟΣ
Transliteration A: Sísyphos Transliteration B: Sisyphos Transliteration C: Sisyfos Beta Code: *si/sufos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov.,

   A πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.

Greek (Liddell-Scott)

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Sisyphe, fils d’Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie.
Étymologie: par redoublement de σοφός avec υ éol. pour ο.

English (Autenrieth)

(redup. from σοφός): Sisyphus, son of Aeolus, father of Glaucus, and founder of Ephyra (Corinth), renowned for craft and wiles, Il. 6.153 ff. He was punished in Hades by rolling the ‘resulting’ stone up-hill, Od. 11.593.

English (Slater)

Σῑςῠφος son of Aiolos; king of Korinth, founder by one account of the Isthmian games.
   1 Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο (sc. αἱ Νηρείδες) ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθ. μυθικός βασιλιάς, γιος του Αιόλου, ιδρυτής και βασιλιάς της Κορίνθου, ο οποίος ήταν ονομαστός για την ευφυΐα αλλά και για την πανουργία και τις πάμπολλες δόλιες πράξεις του, μεταξύ τών οποίων αναφέρεται η εξαπάτηση της Περσεφόνης κατά την κάθοδό της στον Άδη, για την οποία και καταδικάστηκε από τους θεούς να κυλάει στον Άδη έναν πελώριο βράχο ώς την κορυφή όρους, ο οποίος όμως κατρακυλούσε προς τα πίσω λίγο πριν από το τέρμα της προσπάθειάς του
νεοελλ.
(ως προσηγορ.) ο σίσυφος
ζωολ. ονομασία κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το σοφός, αν και παραμένει δυσερμήνευτη η εναλλαγή ο / υ. Η αρχική συλλαβή σι- ερμηνεύθηκε ως επιτατικός διπλασιασμός (πρβλ. σι-γαλόεις) και η εναλλαγή ε / ι (πρβλ. σέσυφος «πανούργος») μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται μάλλον για σχηματισμό του προελλην. γλωσσ. υποστρώματος].

Greek Monotonic

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικός βασιλιάς της Κορίνθου, γνωστός ως ο πιο πανούργος από τους ανθρώπους· στον Κάτω Κόσμο του επιβλήθηκε η ποινή να μεταφέρει αέναα μια μεγάλη πέτρα σε έναν ανηφορικό βράχο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίθ. Σισύφειος, , -ον, σε Ευρ. κ.λπ.· θηλ. Σισυφίς, σε Θεόκρ. [πιθ. τύπος του σοφός με αναδιπλασ. (με Αιολ. υ αντί ο), ο Πανούργος].

Russian (Dvoretsky)

Σίσῠφος: (ῑ) ὁ Сизиф или Сисиф (сын Эола и Энареты, отец Главка, по по друг. - сын Автолика, отец Одиссея, баснословный основатель и первый царь Коринфа, за жадность и коварство осужденный в загробном мире на вечное вкатывание в гору вечно скатывающегося обратно огромного камня) Hom., Arph. etc.

Middle Liddell

Σί¯σῠφος, ου, [Prob. a redupl. form of σοφός (with aeolic υ for ο the crafty.)]
a king of Corinth, noted as the craftiest of men, punished in the shades below, Hom., etc.

Frisk Etymology German

Σίσυφος: {Sī́suphos}
Grammar: m.
Meaning: Sohn des Aiolos, der listigste der Männer, besonders als einer der Büßer der Unterwelt bekannt (seit Il.).
Derivative: Davon Σισυφία χθών = Korinth (Epigr. ap. Paus.), auch -ὶς ἀκτή, αἶα (Theok., AP), -ειος ‘zu S. gehörig’ (E.), -ειον n. Sisyphostempel (D. S., Str.); -ίζω ‘wie S. handeln’ (Phryn. PS).
Etymology : Oft mit σοφός verbunden, was sich gewiß hören läßt. Dabei wird das Vorderglied verschieden gedeutet: verstärkendes idg. *tu̯i- (Brugmann IF 39, 140ff.; vgl. zu σιγαλόεις); intensive Reduplikation (Carnoy Le Muséon 67, 362; pelasgisch); vgl. σέσυφος· πανοῦργος H. Abzulehnen E. Maaß Byz.-neugr. Jbb. 5, 172ff.; vgl. Kretschmer Glotta 17, 264.
Page 2,711