εὕρημα

From LSJ
Revision as of 14:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὕρημα Medium diacritics: εὕρημα Low diacritics: εύρημα Capitals: ΕΥΡΗΜΑ
Transliteration A: heúrēma Transliteration B: heurēma Transliteration C: eyrima Beta Code: eu(/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, later εὕρεμα (q. v.), (εὑρίσκω)

   A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4; ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα S.Fr.432; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu.561, Pl.Tht.150d, al.; τύμπανα, Ῥέας… εὑ. E.Ba.59, cf. HF188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.    2 c. gen., invention for or against a thing, remedy, τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp.716.    3 excuse, εἰς συκοφαντίαν POxy.472.33 (ii A.D.).    II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ… κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl.533; εὕ… οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med.716, cf. 553; εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190; εὕ. γίγνεται τόδε E.El.606; ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46; εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.    2 of a child, foundling, εὕ. δέξατ' ἐκ Νυμφᾶν S.OT1106 (lyr.), cf. E.Ion1349.    III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα.

German (Pape)

[Seite 1092] τό, selten u. erst bei Sp. εὕρεμα (w. m. s.), 1) das Gefundene, der Fund; εἴθ' ὁ Βακχεῖος θεὸς εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾶν Soph. O. R. 1106; σῶσαι τόδ' εὕρημα Eur. Ion 1349. Daher = unverhoffter Gewinn, τί τοῦδ' ἂν εὕρημ' εὗρον εὐτυχέστερον Eur. Med. 553; εὕρ. γὰρ τὸ χρῆμα γίγνεται τόδε El. 606; εὑρήμασι μέγα πλούσιος ἐγένετο Her. 7, 190; εὕρημα εὕρηκα 7, 10, 4; 8, 109; ἐκείνοις τοῖς δυστυχοῦσι εὕρ. εἶναι, für sie sei es ein Gewinn, Thuc. 5, 46; εὕρημα ἐδόκει εἶναι, ein unverhoffter Gewinn, Xen. An. 7, 3, 13, wie εὕρημα ποιεῖσθαί τι, Etwas für Gewinn achten, 2, 3, 18; vgl. εὕρημα ἔχειν Is. 9, 26. – 2) das Erfundene, Erfindung, ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Soph. frg. 379; πολλῶν λόγων Eur. Hec. 248, öfter; Ar. Nubb. 561; Plat. Theaet. 150 c Prot. 326 d u. Folgde; πᾶς νόμος εὕρημα καὶ δῶρον θεῶν Dem. 25, 16; – τῆς συμφορᾶς, ein Heilmittel dagegen, Eur. Hipp. 716; vgl. Dem. 26, 26 τὰ ἀῤῥωστήματα τοῖς τῶν ἰατρῶν εὑρήμασι καταπαύεται, die Erfindungen künstlicher Heilmittel.

Greek (Liddell-Scott)

εὕρημα: τό, παρὰ μεταγεν. εὕρεμα, ὁ ἴδε: (εὑρίσκω): - ἐφεύρεσις, ἀνακάλυψις, πρᾶγμα ἀνακαλυφθὲν οὐχὶ ἐκ τύχη, ἀλλὰ διὰ σκέψεως, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα Σοφ. Ἀποσπ. 379· πολλῶν λόγων εὑρήμαθ’ Εὐρ. Ἐκ. 248, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 561, Πλάτ. Θεαίτ. 250C, κ. ἀλλ.· τύμπανα Ρέας.. εὑρ. Εὐρ. Βάκχ. 59, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 188· ἀντίθετ. τῷ ὑπηρέτημα, Ἀντιφὼν 113. 9. 2) μετὰ γεν., ἐφεύρεσις χάριν τινός, θεραπεία, τῆς ξυμφορᾶς Εὐρ. Ἱππ. 716, πρβλ. Δημ. 808. 15. ΙΙ. τὸ ἀπροσδοκήτως εὑρεθέν, παραπλήσιον τῷ ἕρμαιον (ὃ ἴδε), καλὴ τύχη, εὐτύχημα, ἀνέλπιστον κέρδος, Ἡρόδ. 7. 155· εὕρ. εὕρηκε ὁ αὐτ. 7. 10. 4., 8. 109· οὕτως, εὕρημα… κάλλιστον εὕρηκ’ Εὐρ. Ἡρακλ. 534· εὕρημαοἷον εὕρηκας τόδε ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 716, πρβλ. 553· εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Ἡρόδ. 7. 190· εὑρ. γίγνεται τόδε Εὐρ. Ἠλ. 606· σφίσι δὲ δυστυχοῦσιν εὑρ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Θουκ. 5. 46· εὑρ. ἐδόκει εἶναι αὐτόθι 7. 3, 13 πρβλ. Ἰσαῖον 77. 24, κτλ. 2) ἐπὶ ἐκθέτου παιδίου, εὕρ. δέξατ’ ἐκ τοῦ Νυμφᾶν Σοφ. Ο. Τ. 1105, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1349.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 invention, découverte ; particul. expédient, remède contre, gén.;
2 trouvaille, découverte imprévue.
Étymologie: εὑρίσκω.

Greek Monolingual

και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω
1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»
2. κάτι που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο απόκτημα ή κέρδος (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η τύχη να το βρω
β. «ὁ Βακχεῑος θεός... σ' εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο Βάκχος είχε την τύχη να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, Σοφ.)
3. επινόηση προς όφελος κάποιου
μσν.
ανταμοιβή.

Greek Monotonic

εὕρημα: -ατος, τό (εὑρεῖν),·
I. 1. εφεύρεση, ανακάλυψη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. με γεν., εφεύρεση χάριν ενός πράγματος, θεραπεία, σε Ευρ., Δημ.
II. αυτό που βρίσκεται απροσδόκητα, ανέλπιστα, δηλ. παραπλήσιο του Ἕρμαιον, ευτύχημα, θεόσταλτη τύχη, αναπάντεχη τύχη, κέρδος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
III. λέγεται για παιδί, έκθετο βρέφος, εγκαταλελειμμένο τέκνο, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὕρημα: ατος τό
1) выдумка, изобретение (τύμπανα, Ῥέας εὑρήματα Eur.; νόμος εὕ. θεῶν Dem.);
2) средство (против чего-л.) (τὰ τῶν ἰατρῶν εὑρήματα Dem.);
3) способ, выход, спасение (τῆς ξυμφορᾶς Eur.): εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Thuc. (Никий сказал, что) выход заключается в риске;
4) (счастливая) находка (εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Her.);
5) (неожиданное) счастье, удача: εὕ. εὕρηκε Her. ему повезло;
6) найденыш (εὕ. δέχεσθαι ἔκ τινος Soph.).

Middle Liddell

εὕρημα, ατος, τό, εὑρεῖν
I. an invention, discovery, Eur., Ar., etc.
2. c. gen. an invention, for or against a thing, a remedy, Eur., Dem.
II. that which is found unexpectedly, i. e., much like Ἕρμαιον, a piece of good luck, godsend, windfall, prize, Hdt., Eur., etc.
III. of a child, a foundling, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

contrivance, invention, thing discovered, thing invented

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)