συνασκέω

From LSJ
Revision as of 10:37, 3 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνασκέω Medium diacritics: συνασκέω Low diacritics: συνασκέω Capitals: ΣΥΝΑΣΚΕΩ
Transliteration A: synaskéō Transliteration B: synaskeō Transliteration C: synaskeo Beta Code: sunaske/w

English (LSJ)

   A help one to practise, σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην Isoc. 13.21; δεινότητ' ἢ εὐφωνίαν D.19.339.    2 train, educate, or discipline fully, D.L.4.67, 6.23; σ. τὴν αἴσθησιν D.H.Lys.11; ἡμᾶς εἰς τοὺς πολέμους Id.Rh.7.4; ἔν τινι S.E.M.1.190; ἑαυτὸν περὶ τοὺς λόγους Eun.VSp.487 B.; σ. [τὴν θυγατέρα] ὑπεροπτικὴν τοῦ πλέονος εἶναι D.L.2.72:—Pass., φάλαγξ συνησκημένη Plu.Cleom.20; τὴν ψυχὴν ἀγύμναστον ἐᾷς, . . ἢν ἐχρῆν πρώτην ἐπὶ τὰ τοιαῦτα συνησκῆσθαι καὶ μόνην Phalar.Ep.67.1; συνασκηθεὶς ἐν τῇ ἰατρικῇ Sor.Vit.Hippocr. 4; μειρακίου ἀστρολογεῖν συνασκουμένου D.L.3.29; συνησκημένη ἕξις, παρατήρησις, Phld.Rh.1.58,77 S.    3 work up together, πευκῆεν λίπας μα σὺν ἐλαίῳ Man.4.345.    4 συνησκημένος, = agitatus, Gloss.    5 co-operate, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 1004] mit od. zugleich üben, Dem. 19, 339; φάλαγξ συνησκημένη, eingeübt, Plut. Cleom. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συνασκέω: ἐξασκῶ, ἀσκῶ ὁμοῦ, τὴν τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Ἰσοκρ. 295D· βοηθῶ εἰς ἄσκησιν, Δημ. 450. 6. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσκῶ ἢ παιδεύω ὁμοῦ, γυμνάζω, Διογ. Λ. 4. 67, κτλ.· σ. τὴν αἴσθησιν Διον. Ἁλ. περὶ Λυσί. 11· τινα εἴς τι ὁ αὐτ. περὶ Ρητόρ. 7. 4· ἔν τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 190· ἐπί τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 1· περί τι Εὐνάπ. σ. 78· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Διογ. Λ. 2. 72. ― Παθ., συνασκοῦμαι, συγγυμνάζομαι οὕτως ὥστε ἐνεργῶ ὁμοῦ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλούτ. Κλεομ. 20. 3) ὁμοῦ κατεργάζομαι, «ἀνακατώνω», «δουλεύω» (ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακατώνω συνεχῶς), λίπασμα σὺν ἐλαίῳ Μανέθων 4. 345.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 avec un rég. de chose exercer ou pratiquer avec ou en même temps;
2 avec un rég. de pers. exercer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀσκέω.

Greek Monotonic

συνασκέω: μέλ. -ήσω, εξασκώ, γυμνάζομαι από κοινού, βοηθώ στην εξάσκηση, την εκπαίδευση, σε Ισοκρ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνασκέω:
1) одновременно упражнять, развивать: συνασκῆσαι τὴν τῶν λόγων τῶν πολιτικῶν ἐπιμέλειαν Isocr. помочь усовершенствованию политического красноречия; σ. τινα Dem. помогать чьему-л. развитию;
2) одновременно обучать: σ. τινα ὑπεροπτικὸν τοῦ πλέονος εἶναι Diog. L. учить кого-л. отвергать всякое излишество;
3) всесторонне или усиленно упражнять (φάλαγξ συνησκημένη Plat.): ὁ συνασκηθεὶς καὶ τριβεὶς ἐν τῇ συνηθείᾳ Sext. практически хорошо обученный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ασκέω samen oefenen; samen beoefenen, helpen om te beoefenen, in praktijk te brengen. een complete training geven; perf. pass. volledig getraind zijn.

Middle Liddell

fut. ήσω
to join in practising, Isocr., Dem.