μεσημβρινός

From LSJ
Revision as of 10:35, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβρινός Medium diacritics: μεσημβρινός Low diacritics: μεσημβρινός Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ
Transliteration A: mesēmbrinós Transliteration B: mesēmbrinos Transliteration C: mesimvrinos Beta Code: meshmbrino/s

English (LSJ)

ή, όν, for μεσημερινός, Dor. μεσαμβρινός, ά, όν, A belonging to noon, noontide, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις… εὕδοι πεσών A.Ag.565; μεσημβρινοῖσι θάλπεσι in the noonday heats, Id.Th.431, cf. 381, Ar.Av.1096; κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Id.V.774, cf. Ach.40; μ. δαιμόνιον LXX Ps.90(91).6; ὁ μ. ᾠδός, of the cicada, AP 9.584.11; τὸ μεσαμβρινόν at noon, Theoc.1.15, 10.48, Luc.Anach.25: without the Art., Nic.Th.401; ὁ μ. κύκλος the meridian, Euc.Phaen. p.6 M., Gem.2.25: without κύκλος, Arist.Mete.362b11,375b29, Hipparch. 3.1.1, al., Str.2.1.10, Cleom.1.8, etc., cf. Theo Sm.p.131 H. II southern, κέλευθος A.Pr.722; τὰ μεσημβρινά Th.6.2, Str. 2.1.12, etc.: Comp. -ώτερος Gem.14.10, Anon.Geog.Comp.18: Sup. -ώτατος Str.2.5.33, etc. [ῐ, but ῑ metri gr., on the analogy of ὀπωρινός, Call.Lav.Pall.72, 73, Opp.C.2.17.]

German (Pape)

[Seite 137] (für μεσημερινός), mittägig, zu Mittag, κἂν ἔγρῃ μεσημβρινός Ar. Vesp. 774 u. Sp., ἀήρ, Luc. Hipp. 7. – Τὸ μεσημβρινόν, die Mittagszeit, der Mittag, Schäf. Long. p. 356; adverbial, Mittags, Theocr. 1, 15. 10, 48; Nic. Ther. 401 ohne Artikel, wie Luc. Anach. 25. – 'Ὁ μεσαμβρινὸς ᾠδός heißt die Cicade, Ep. ad. 175 (IX, 584); vgl. Ar. Av. 1095, ὁ θεσπέσιος ὀξὺ μέλοι ἀχέτας θάλπεσι μεσημβρινοῖς ἡλιομανὴς βοᾷ, weil sie um Mittag singt. – Auch = gegen Mittag gelegen, südlich, Aesch. Prom. 721; τὰ μεσ., sc. χωρία, Thuc. 6, 2; ὁ μεσ. κύκλος, der Mittagskreis, Meridian. [Sp. D. von Callim. an brauchen ι auch nach Versbedürfniß lang; vgl. Jacobs Anth. Pal. p. 602.]

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρῑνός: -ή, -όν, ἀντὶ τοῦ μεσημερινός, Δωρ. μεσαμβρινός, ά, όν· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μεσημβρίαν, ὁ κατὰ τὴν μεσημβρίαν, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις... εὕδοι πεσὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 565· μεσημβρινοῖσι θάλπεσι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 431, πρβλ. 381, Ἱκέτ. 746, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1096· κἂν ἔγρῃ μεσημβρινὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 774, πρβλ. Ἀχ. 40· - ὁ μ. ᾠδός, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 9. 584, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - τὸ μεσαμβρινόν, «μεσημέρι», Θεόκρ. 1. 15. 48· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Νικ. Θηρ. 401, Λουκιαν. - ὁ μεσημβρινὸς (κύκλος), ὁ διερχόμενος διὰ τῶν δύο πόλων καὶ τέμνων καθέτως τὸν Ἰσημερινόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2, 5, 14., 3. 5, 3, Στράβ. 70, κτλ. ΙΙ. νότιος, κέλευθος Αἰσχύλ. Πρ. 722· τὰ μεσημβρινὰ Θουκ. 6. 2, Στράβ. 71, κτλ. [Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 72, 73, καὶ μεταγεν. ποιηταὶ ἔχουσι ῑ χάριν τοῦ μέτρου, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ὀπωρινός, Ruhnk. Ep. Gr. σ. 156, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. 602, - εἰ μὴ ἐν τοῖς χωρίοις ἐκείνοις ἀναγνωστέον μεσημερινός].

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 du milieu du jour, de midi;
2 situé au midi ; τὰ μεσημβρινά THC les pays méridionaux ; ὁ μεσημβρινὸς κύκλος PLUT ou simpl.μεσημβρινός le méridien.
Étymologie: μεσημβρία.

Greek Monolingual

-ή, -ό
(ΑM μεσημβρινός, -ή, -όν, Α δωρ. τ. μεσαμβρινός, και ποιητ. τ. μεσημερινός, -ή, -όν, θηλ. και μεσημβριάς, Μ και μεσημβριανός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεσημβρία ή αυτός που γίνεται κατά τη μεσημβρία, ο μεσημεριάτικος, ο μεσημεριανός (α. «εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῑς κοίταις... εὕδοι πεσών», Αισχύλ.
β. «μεσημβρινός ύπνος»)
2. α) αυτός που είναι στραμμένος προς τη μεσημβρία, αυτός που βρίσκεται προς ή στον Νότο, ο νότιος (α. «ἐς μεσημβρινὴν βῆναι κέλευθον», Αισχύλ.
β. «παράθυρο μεσημβρινό»)
3. αυτός που κατοικεί ή ανήκει στις νότιες περιοχές της Γης (α. «ἀπὸ τῶν μεσημβρινῶν Ἰνδῶν», Στράβ.
β. «οι μεσημβρινοί λαοί»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο μεσημβρινός
(αστρον.-γεωγρ.-μαθημ.) η τομή την οποία σχηματίζει σε μια επιφάνεια εκ περιστροφής ένα επίπεδο που διέρχεται από τον άξονα της («ουράνιος μεσημβρινός» — ο ήμισυς μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από το ζενίθ ενός τόπου και φτάνει μέχρι τους πόλους)
2. γεωγρ. νοητή συνεχής γραμμή πάνω στην επιφάνεια της Γης η οποία έχει διεύθυνση Βορρά-Νότου και συνδέει τους δύο γεωγραφικούς πόλους
3. το θηλ. ως ουσ. η μεσημβρινή
η τομή του μεσημβρινού επιπέδου με το επίπεδο του ορίζοντα σε έναν ορισμένο τόπο
4. φρ. α) «μεσημβρινό επίπεδο τόπου» — το κάθετο επίπεδο που διέρχεται από έναν τόπο και από το κέντρο του Ηλίου κατά τη στιγμή της αληθούς μεσημβρίας)
β) «μεσημβρινό τηλεσκόπιο» — αστρονομικό όργανο χρήσιμο για την παρατήρηση τών αστέρων κατά απόκλιση και ορθή αναφορά, τη στιγμή που διέρχονται από τον μεσημβρινό ενός τόπου
γ) «μεσημβρινός ουράνιου σώματος» — η τομή της επιφάνειας ενός περιστρεφόμενου ουράνιου σώματος με ένα ημιεπίπεδο που περιλαμβάνει και έχει ως αρχή τον άξονα περιστροφής
δ) «μαγνητικός μεσημβρινός» — ο μέγιστος κύκλος που διέρχεται από ένα σημείο της γήινης επιφάνειας και από τους μαγνητικούς πόλους της Γης
ε) «πρώτος μεσημβρινός» — ο μεσημβρινός σε σχέση με τον οποίο υπολογίζονται οι μοίρες γεωγραφικού μήκους
στ) «μεσημβρινός του Γκρήνουιτς» — νοητή γραμμή η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του γεωγραφικού μήκους τών 0° και που διέρχεται από το Γκρήνουιτς, έναν από τους δήμους του Λονδίνου
μσν.
οι δαίμονας του μεσημεριού
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) μεσημβρινόν ή μεσαμβρινόν
κατά τη μεσημβρία, το μεσημέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσημβρία. Ο τ. μεσημβρ-ιανός με κατάλ. -ιανός (πρβλ. αυρ-ιανός), ο τ. μεσημβρίας < μεσημβρία + κατάλ. -άς, ενώ ο τ. μεσημερινός < μεσημέρι].

Greek Monotonic

μεσημβρῐνός: -ή, -όν, αντί μεσημερινός, Δωρ. μεσαμβρινός, , -όν·
I. αυτός που ανήκει στο μεσημέρι, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος· εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις εὕδοι πεσών, σε Αισχύλ.· μεσημβρινοῖσι θάλπεσι, στις μεσημεριάτικες ζέστες, στον ίδ.· ὁ μεσημβρινὸς ᾠδός, λέγεται για τον τζίτζικα, σε Ανθ.· τὸ μεσαμβρινόν, μεσημέρι, σε Θεόκρ.
II. νότιος, σε Αισχύλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεσημβρῐνός:
1) полуденный, полдневный (θάλπη Aesch.): ὁ μ. ᾠδός Anth. = ὁ τέττιξ; κἂν ἔγρῃ μ. Arph. если ты проснешься в полдень;
2) полуденный, южный (κέλευθος Aesch.): ὁ μ. κύκλος Arst., Plut. меридиан.

Middle Liddell

μεσ-ημβρῐνός, ή, όν [for μεσημερινός
I. belonging to noon, about noon, noontide, εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις εὕδοι πεσών Aesch.; μεσημβρινοῖσι θάλπεσι in the noon-day heats, Aesch.; ὁ μ. ᾠδός, of the cicada, Anth.:— τὸ μεσαμβρινόν noon, Theocr.
II. southern, Aesch., Thuc.

English (Woodhouse)

of mid-day, of noon

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)