δέομαι

From LSJ
Revision as of 08:40, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source

German (Pape)

[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.

French (Bailly abrégé)

v. δέω¹ et δέω².

English (Slater)

δέομαι
   1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).

English (Strong)

middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.

English (Thayer)

(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]

Greek Monolingual

(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
μηδὲ δεῖσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῖν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].

Frisk Etymological English

See also: s. 2. δέω.

Frisk Etymology German

δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367

Chinese

原文音譯:dšomai 得哦買
詞類次數:動詞(22)
原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן‎) (נָא‎) (עָתַר‎) (צָעַק‎) (תַּחֲנוּן‎) (תְּפִלָּה‎)
字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字
出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)
譯字彙編
1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;
2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;
3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;
4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;
5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;
6) 我⋯求過(1) 路9:40;
7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;
8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;
9) 禱告(1) 徒10:2;
10) 禱告完了(1) 徒4:31;
11) 請問(1) 徒8:34;
12) 我祈望(1) 林後10:2;
13) 我勸(1) 加4:12