εὐδίαιτος
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
[ῐ], ον, A living temperately, opp. πολυδάπανος, X.Ap.19,cf. Poll.6.27, etc.
German (Pape)
[Seite 1061] gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδίαιτος: -ον, ἐγκρατῶς διαιτώμενος, Ξεν. Ἀπολλ. 19, Πολυδ. Ϛ΄, 27, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit avec tempérance.
Étymologie: εὖ, δίαιτα.
Greek Monolingual
εὐδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομοδίαιτος, οικοδίαιτος, λιτοδίαιτος].
Greek Monotonic
εὐδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με εγκράτεια, με μέτρο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐδίαιτος: ведущий умеренную жизнь, воздержный Xen.
Middle Liddell
δίαιτα
living temperately, Xen.