ἔπαλξις

From LSJ
Revision as of 13:30, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαλξις Medium diacritics: ἔπαλξις Low diacritics: έπαλξις Capitals: ΕΠΑΛΞΙΣ
Transliteration A: épalxis Transliteration B: epalxis Transliteration C: epalksis Beta Code: e)/palcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπαλέξω)
A means of defence: mostly in plural, ἐπάλξεις = battlements, Il.12.263, Hdt.9.7, A.Th.30,158 (lyr.), E.Ph.1158, etc.; τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες Th.3.23; αἱ οἰκίαι . . ἐπάλξεις λαμβάνουσι Id.4.69, cf. 115.
b in sg., mostly, line of battlements, parapet, Il.12.381,al. (never in Od.); οἱ παρ' ἔπαλξιν = the defenders of the wall, Th.2.13, cf. 7.28, Ar.Ach.72: pl., of individual crenellations, Th.3.21.
2 generally, defence, protection, πλούτου A.Ag.381 (lyr.); σωτηρίας E.Or.1203, etc.
3 court for trial of homicide, EM353.26, AB243.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, die Schutzwehr (ἐπαλέξω), bes. Brustwehr, Zinnen auf den Mauern, hinter denen sich die Bürger vertheidigen, Il. 12, 263. 381 u. öfter; Her. 9, 7 u. Folgde; auch an anderen Häusern, ἀπ' οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν Thuc. 4, 115, vgl. 3, 22. – Übertr., Schutz, Beistand, πλούτου Aesch. Ag. 371; σωτηρίας Eur. Or. 1203. – Nach E. M. und B. A. 243 ein Gerichtshof in Athen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαλξις: -εως, ἡ, (ἐπαλξέω) μέσον ἀμύνης: τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἐπάλξεις, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Μ. 263, Ἡρόδ. 9. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 30, 158, Εὐρ. Φοίν. 1158, κτλ.· καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες, διὰ τοῦ μεταπυργίου ὑπερέβαινον Θουκ. 3. 23· αἱ οἰκίαι... ἐπάλξεις λαμβάνουσαι ὁ αὐτὸς 4. 69· ἀπ’ οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν αὐτόθι 115, καὶ ἴδε κρόσσαι: ἐν τῷ ἑνικῷ, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας παρ’ ἔπαλξιν Ἰλ. Μ. 381, κτλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· οἱ παρ’ ἔπαλξιν, οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ τείχους, Θουκ. 2. 13, πρβλ. 7. 28, Ἀριστοφ. Ἀχ. 72. 2) μεταφ., προστασία, ὑπεράσπισις, ἀντίληψις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 381· τήνδ’ ὑμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν Εὐρ. Ὀρ. 1203, κτλ. Κατὰ Α. Β. 243. 15, «ἐπάλξεις, ἐξοχαὶ τειχῶν, προμαχῶνες, ἁψίς, ἔστι δὲ καὶ δικαστήριον τῶν φονικῶν, ᾠκοδόμηται δὲ πρὸς τῷ πρυτανείῳ».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 sorte de mantelet ou de créneau sur une muraille ou sur une maison d’ord. au pl. ; au sg. ligne des créneaux ou du rempart;
2 fig. rempart, défense.
Étymologie: ἐπαλέξω.

English (Autenrieth)

ιος (ἀλέξω): breastwork, battlement. (Il.)

Greek Monotonic

ἔπαλξις: -εως, ἡ (ἐπαλέξω), μέσο άμυνας·
1. στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό τείχος με πολεμίστρες, προμαχώνας, παραπέτασμα, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. γενικά, υπεράσπιση, προστασία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαλξις: εως ἡ (преимущ. pl.)
1) крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.: αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. дома с зубчатыми стенами;
2) защита, оплот, твердыня (πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.).

Middle Liddell

ἔπαλξις, εως ἐπαλέξω
1. a means of defence: in plural battlements, Il., Hdt., etc.:—in sg. the battlements, parapet, Il., Thuc.
2. generally, a defence, protection, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

bulwark, defence, battlement, bulwark against, defence against, protection against, shelter from

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)