ἐπανύω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῠ], complete, accomplish, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον Hes.Sc.311:—Med., procure, οἵαν . . ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω codd. in S.Tr.995 (lyr.); carry into effect, Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 903] (s. ἀνύω), ganz vollenden, οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, d. i. der Sieg blieb unentschieden, Hes. Sc. 311.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰνύω: μέλλ. -ύσω ῠ, φέρω εἰς τέλος, τελειώνω, οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 311 (ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τῶν συμφραζομένων, ἀλλ’ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον). ― Μέσ., παρέχω, οἵαν... ἐπί μοι μελέῳ χάριν ἠνύσω (ἀντὶ ἐπηνύσω μοι) Σοφ. Τρ. 996.
French (Bailly abrégé)
achever.
Étymologie: ἐπί, ἀνύω.
Greek Monolingual
ἐπανύω (Α)
1. φέρω σε πέρας, τελειώνω, εκτελώ, κατορθώνω («οὐδὲ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ' ἄκριτον εἶχον ἄεθλον», Ησίοδ.)
2. μέσ. ἐπανύομαι
παρέχω, προσφέρω («ἱερῶν οἵαν οἵων ἐπί μοι μελέω χάριν ἠνύσω», αντί «ἐπηνύσω μοι», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανύω «φέρω σε πέρας»].
Greek Monotonic
ἐπᾰνύω: μέλ. -ύσω [ῠ], ολοκληρώνω, συμπληρώνω, εκπληρώνω, τελειώνω, πραγματοποιώ, αποπερατώνω, σε Ησίοδ. — Μέσ., παρέχω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανύω: довершать: οὐδέ ποτέ σφιν νίκη ἐπηνύσθη Hes. неизвестно было, кому из них досталась победа.
Middle Liddell
fut. -ύσω
to complete, accomplish, Hes.:— Mid. to procure, Soph.