γοργωπός

From LSJ
Revision as of 11:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργωπός Medium diacritics: γοργωπός Low diacritics: γοργωπός Capitals: ΓΟΡΓΩΠΟΣ
Transliteration A: gorgōpós Transliteration B: gorgōpos Transliteration C: gorgopos Beta Code: gorgwpo/s

English (LSJ)

όν, fierce-eyed, grim-eyed, σέλας A.Pr.358; κόραι E.HF 868; ἴτυς Id.Ion210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18); ἀλέκτωρ AP7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-όν
1 de mirada terrorífica de serpientes σέλας A.Pr.356, cf. E.HF 1266, Fr.18.3 Bond, κόραι pupilas de mirada terrorífica E.HF 868, cf. Rh.8, ἀλέκτωρ AP 7.428 (Mel.), cf. Hsch.
subst. τὸ γ. aspecto o mirada terrorífica de Atenea, Corn.ND 20.
2 ornado con la cara de la Gorgona ἴτυς E.Io 210.

German (Pape)

[Seite 503] mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).

Greek (Liddell-Scott)

γοργωπός: -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ ὄμμα, Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― ὡσαύτως, γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard terrifiant.
Étymologie: γοργός, ὤψ.

Greek Monolingual

γοργωπός, -όν (Α)
αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωπός (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

γοργωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης, γοργώψ, -ῶπος, , , σε Ευρ.· θηλ. γοργῶπις, -ιδος, λέγεται για την Αθηνά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γοργωπός:
1) со страшным взглядом (κόραι Eur.);
2) грозный (ὀμμάτων σέλας Aesch.; βλεφάρων ἕδρα Eur.; ἀλέκτωρ Anth.).

Middle Liddell

[ὤψ]
fierce-eyed, Aesch., Eur.; γοργῶπις of Athena, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοργωπός -όν Γοργώ, ὤψ] met het hoofd van de Gorgo (gezegd van het schild van Athena); Eur. Ion 210; overdr. met grimmige, angstaanjagende blik.