δασπλῆτις
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
ἡ (voc. -πλῆτα AP5.240 (Paul. Sil.)), horrid, frightful, θεὰ δ. Ἐρινύς Od.15.234; of Hecate, Theoc.2.14:—also δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ, sc. δασπλῆτα Χάρυβδιν Simon.38; δασπλῆτες Εὐμενίδες Euph.94; δασπλῆτε δράκοντε Nic.Th.609; freq. in Nonn., γυναῖκες 46.210; μάχαιρα 22.219, al.:—nom. δασπλῆτα, Call.Fr.534: δασπλήτης An. Ox.1.149: δάσπλη (sic), Hsch.
Spanish (DGE)
-ιδος
• Grafía: graf. -της An.Ox.1.149.22
terrible, espantoso de seres míticos θεὰ δ. Ἐρινύς Od.15.234, Hes.Fr.280.9 (= Minyas 7.9), cf. Orph.A.869, Ἑκάτα Theoc.2.14, cf. Hsch.
•de lugares εἰς νάπας δασπλήτιδας Lyc.1452.
• Etimología: Como δασπλής, comp. del pref. δα- (cf. δάσκιος); el 2º término es dud.; quizá rel. ai. saparyáti ‘honrar’, lat. sepelire ‘enterrar (rendir honores) a un muerto’, c. el sent. ‘que inspira gran respeto’.
German (Pape)
[Seite 523] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ δασπλῆτις ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »die schrecklich nahende«, »die furchtbar schlagende«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und πελάτις »die Dienerin«, vgl. πελάζω πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, πρόχνυ καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ Ἐρέβεσφιν, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ διπλῆ ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ διπλῆ ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ διπλῆ ὅτι αἱ 'Ερινύες ὥσπερ ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die δασπλῆτις ἐρινύς als »Dienerin der Erdgottheit« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. νεώσοικος. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις δασπλῆτις 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand δασπλής gebraucht worden, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
terrible.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασπλῆτις -ιδος [δασπλής: vreselijk] vreselijk.
Russian (Dvoretsky)
δασπλῆτις: ιδος adj. f грозная, страшная (Ἐρινύς Hom.; Ἑκάτα Theocr.).
English (Autenrieth)
doubtful word, hardsmiting; epithet of the Erinnys, Od. 15.234†.
Greek Monolingual
δασπλῆτις (-ιδος), η (Α)
τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ' Έκάτα δασπλῆτι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β' συνθετικό -πλητίς συνδέεται μορφολογικά με τα πλησίον, άπλητος «απροσπέλαστος», πλάτις «πελάτις, σύζυγος», αλλά όχι και σημασιολογικά. Ενώ για το α' συνθετικό υποστηρίχτηκε είτε ότι συνδέεται με το δασύς είτε ότι πρόκειται για τη συνεσταλμένη βαθμίδα δα- (πρβλ. δάπεδον) της ρίζας dem- «χτίζω». Κατ' άλλους το δασπλήτις έχει σχέση με τα «σφαλάσσειν
τέμνειν, κεντείν» (Ησύχ.) και σπολάς, ενώ το δα- του τ. είναι επιτατικό (πρβλ. δαφοινός). Τέλος άλλοι υπέθεσαν ότι δασπλήτις προέρχεται από δατσπλήτις, του οποίου το α' συνθετικό αποτελεί ασθενή βαθμίδα του θ. οδοντ- (πρβλ. οδούς) χωρίς το αρχικό φωνήεν].
Greek Monotonic
δασπλῆτις: ἡ, τρομερή, φρικτή, φοβερή· Ἐρινύς, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για την Εκάτη, σε Θεόκρ.· ομοίως επίσης, δασπλής, -ῆτος, ὁ, ἡ, σε Σίμωνα (πιθ. από το δα, πλήσσω, με παρείσφρυση του σ).
Greek (Liddell-Scott)
δασπλῆτις: ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ: δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες Εὐμενίδες Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης πέλας, πελάζω, παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. πλᾶτις, τειχεσιπλήτης).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: unknown; used of the Erinyes, Hekate, the Eumenids etc (ο 234, Theoc.)
Other forms: also δασπλής, -ῆτος f. (Simon., Euph., Nonn.; -ῆτε as m. du. Nic.), δασπλήτης m. (An. Ox.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Form like χερνῆτις, κυνηγέτις etc. (Schwyzer 451). Several explanations. An analysis as δασ-πλῆτις looks nice, but gives semantically no explanations for πλησίον, ἄ-πλητος, Dor. ἄ-πλατος unapproachable, πλᾶτις spouse (Bechtel Lexil.). The first member to δασύς (Osthoff MU 2, 46ff.), or as δα- house in δά-πεδον. - Diff. Solmsen RhM 60, 497ff.; Schwyzer 451 n. 4.
Middle Liddell
[Perh. from δα, πλήσσω, ς being inserted.]
horrid, frightful, Ἐρινύς Od.; of Hecate, Theocr.
Frisk Etymology German
δασπλῆτις: (ο 234, Theok.);
{dasplē̃tis}
Forms: auch δασπλής, -ῆτος f. (Simon., Euph., Nonn.; -ῆτε als m. du. Nik.), δασπλήτης m. (An. Ox.). Beiwort der Erinyen, der Hekate, der Eumeniden usw.;
Grammar: f.
Meaning: Bedeutung schon in der Antike unbekannt.
Etymology: Bildung wie χερνῆτις, κυνηγέτις usw. (Schwyzer 451). Mehrere Erklärungsversuche. Bei einer Zerlegung δασπλῆτις erhält man einen formal sehr ansprechenden, semantisch ungenügend begründeten Anschluß an πλησίον, ἄπλητος, dor. ἄπλατος unnahbar, πλᾶτις Gattin (Bechtel Lexil. mit vielen Vorgängern, s. Curtius Grundz. 278). Im Vorderglied wurde dabei teils δασύς (Osthoff MU 2, 46ff.), teils eine schwundstufige Genetivform von δα- Haus in δάπεδον (neben der Hochstufe in δεσπότης) vermutet (Fick BB 20, 179 usw.). — Anders Solmsen RhM 60, 497ff.: δασπλῆτις zu σφαλάσσειν, σπολάς usw. (s. ἀσπάλαξ) mit verstärkendem δα- wie in δαφοινός; formal wenig befriedigend. Vgl. die Kritik dieser und anderer Vorschlage bei Kretschmer Glotta 4, 349; 8, 252. Abweichende Deutung des Vorderglieds bei Schwyzer 451 A. 4: aus *δατσπλῆτις mit den Zähnen zerreißend, zu schwundstufigem ὀδόντ- ohne Anfangsvokal (?).
Page 1,350-351