κοινολογέομαι

From LSJ
Revision as of 14:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινολογέομαι Medium diacritics: κοινολογέομαι Low diacritics: κοινολογέομαι Capitals: ΚΟΙΝΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: koinologéomai Transliteration B: koinologeomai Transliteration C: koinologeomai Beta Code: koinologe/omai

English (LSJ)

fut. κοινολογήσομαι Plb.21.39.2: aor.
A ἐκοινολογησάμην Hdt.6.23, Th.8.98, etc.: later aor. Pass. ἐκοινολογήθην Plb.2.5.4, al., SIG568.4 (Halasarna, iii B.C.): pf. κεκοινολόγημαι OGI315.37 (Pessinus, ii B.C.), D.C.49.41: plpf. ἐκεκοινολόγηντο Th.7.86: (λόγος): —commune, take counsel with, τινι Hdt.6.23, Th.8.98, etc.; πρός τινα Id.7.86, Plb.18.34.5, Jul.Caes.335c; κ. ἀλλήλοις περί τινος Arist. Pol.1268b7; πρός τινα ὑπέρ τινος Plb.10.42.4; κοινολογέομαι περί τινος = deliberate on... D.S.19.46; κοινολογέομαι πρὸς τὸ οὖς τινι Luc.Deor.Conc.1.
II Pass., γράμματα κοινολογούμενα κατὰ μίμησιν = signs used with common (i.e. direct) significance, opp. ἀλληγορούμενα, Porph.VP12.

German (Pape)

[Seite 1468] sich gemeinschaftlich besprechen, sich mit Einem berathen, verabreden; τινί, Her. 6, 23; ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο Thuc. 7, 86; τινὶ περί τινος, Arist. pol. 2, 8; Pol. u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 4 da calumn. 2 Nigr. 24. – Neben dem aor. med., z. B. Her. a. a. O., Xen. Hell. pass., κοινολογηθῆναι πρὸς ἀλλήλους ὑπὲρ τῶν ἐνεστώτων Pol. 10, 42, 4, öfter.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. κοινολογήσομαι, ao. ἐκοινολογησάμην, pf. κεκοινολόγημαι;
converser, s'entretenir : τινι, πρός τινα avec qqn ; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι communiquer qch à l'oreille de qqn.
Étymologie: κοινός, λόγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινολογέομαι [κοινός, λόγος] gemeenschappelijk bespreken met, overleggen met, met dat.: κοινολογοῦνται γὰρ ἀλλήλοις περὶ τῆς κρίσεως zij plegen namelijk overleg met elkaar over de uitspraak Aristot. Pol. 1268b7; μηδὲ … πρὸς οὖς ἀλλήλοις κοινολογεῖσθε zit niet heimelijk in elkaars oor te fluisteren Luc. 52.1.

Russian (Dvoretsky)

κοινολογέομαι:
1 беседовать, совещаться, обсуждать (τινι Her.; τινι περί τινος Arst.; πρός τινα Thuc.; πρός τινα ὑπέρ τινος Polyb.);
2 сообщать (πρὸς τὸ οὖς ἀλλήλοις Luc.).

Greek Monotonic

κοινολογέομαι: μέλ. κοινολογήσομαι, αόρ. αʹ ἐκοινολογησάμην, παρακ. κεκοινολόγημαι· (λόγοςσυσκέπτομαι ή συναποφασίζω, συνομιλώ με, τινι, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολογέομαι: μέλλ. κοινολογήσομαι Πολύβ.: ἀόρ. ἐκοινολογησάμην Ἡρόδ. 6. 23, Θουκ., κτλ.· βραδύτερον ὡσαύτως, ἀόρ. παθ., ἐκοινολογήθην Πολύβ. 2. 5, 4, κτλ.: πρκμ. κεκοινολόγημαι Δίων Κ. 49. 41: ὑπερσυντ. ἐκεκοινολόγηντο Θουκ. 7. 86. (λόγος). ― Συσκέπτομαι μετά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην του, συνομιλῶ, τινι Ἡρόδ. 6. 23, καὶ Ἀττ.· πρός τινα Θουκ. 7. 86· κ. τινι περί τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 13· πρός τινα ὑπέρ τινος Πολύβ. 10. 42, 4· ὡσαύτως, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 31. 13. 5, Διόδ.· κ. πρὸς τὸ οὖς τινι Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 4.

Middle Liddell

κοινολογέομαι, λόγος
to commune or take counsel with, τινι Hdt., attic; πρός τινα Thuc.

Greek Monolingual

(AM κοινολογῶ, κοινολογέω)
νεοελλ.-μσν.
λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω
μσν.
συζητώ
μσν.-αρχ.
μέσ. κοινολογοῦμαι, κοινολογέομαι
(με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «γράμματα κοινολογούμενα κατά μίμησιν» — γράμματα, σημεία, που ερμηνεύονται με την κύρια σημασία τους (Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ευφυολογώ, σταχυολογώ].

Mantoulidis Etymological

-οῦμαι (=συνομιλῶ). Ἀπό τό κοινός + λόγος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό λέγω.