ὑποκαθίζω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A place in ambush, λόχον ἐν ὕλαις Id.9.56:—Med., lie in ambush, ὑ. ὑπὸ τῷ τείχει X.HG7.2.5. II intr. in Act., lie in ambush, Plb.12.4.14, etc. 2 sink down, form a sediment, Gal.13.285, Placit.1.4.2. 3 sit down under, ὡς . . ἐκ τῆς σκιᾶς (sc. τῆς σμίλακος) τοὺς ὑποκαθίσαντας . . βλάπτεσθαι Dsc.4.79.
German (Pape)
[Seite 1219] (s. ἵζω), darunter od. heimlich niedersetzen, in Hinterhalt legen, D. Hal. 9, 56; u. med. im Hinterhalt liegen, ὑπεκαθίζοντο ὑπὸ τῷ τείχει Xen. Hell. 7, 2,5. So auch im act., κλέπτης ὑποκαθίσας Pol. 12, 4,14.
French (Bailly abrégé)
f. att. ὑποκαθιῶ, ao. ὑπεκάθισα;
se tenir en embuscade, s'embusquer;
Moy. ὑποκαθίζομαι m. sens intr.
Étymologie: ὑπό, καθίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκαθίζω: тж. med.
1 садиться в засаду (ὑποκαθίζεσθαι ὑπὸ τῷ τείχει Xen.): ὑποκαθίσας Polyb. спрятавшись в засаде;
2 оседать, опускаться: τὰ βαρύτατα ὑπεκάθιζεν Plut. самые тяжелые вещества осели; τὰ ὑποκαθίζοντα Plut. осадок.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαθίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα ὅπως ἐνεδρεύσῃ, τάττω εἰς ἐνέδραν, λόχον τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., καθέζομαι εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐνεδρεύω, κλέπτης ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.
Greek Monolingual
ΜΑ καθίζω
τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα
αρχ.
1. (αμτβ.) α) ενεδρεύω, ελλοχεύω
β) κατακαθίζω («τὰ μείζοντα καὶ βαρύτατα πάντως ύπεκάθιζεν», Πλούτ.)
2. μέσ. ὑποκαθίζομαι
τοποθετούμαι σε ενέδρα.
Greek Monotonic
ὑποκαθίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, τοποθετώ κάποιον για να ενεδρεύσει — Μέσ., ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι, παραφυλάω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to place in ambush:—Mid. to lie in ambush, Xen.