κατάκλισις

From LSJ
Revision as of 18:45, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλῐσις Medium diacritics: κατάκλισις Low diacritics: κατάκλισις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΙΣΙΣ
Transliteration A: katáklisis Transliteration B: kataklisis Transliteration C: kataklisis Beta Code: kata/klisis

English (LSJ)

εως, ἡ,
A making one to lie down, seating him at table, opp. ὑπανάστασις, Pl.R.425b, Arist.EN1165a28; ἡ κατάκλισις τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt.6.129.
II (from Pass.) lying at table, sitting at meat, Arist.Pol.1336b9,21; παρά τινι Pl.Smp.175e; τὸ σχῆμα τῆς κατακλίσεως Plu.2.679f, cf. Porph.Abst.2.61.
2 way of lying in bed, τὴν κ. ποιείσθω ἐπὶ τὴν ὑγιᾶ γνάθον Hp.Art.33, cf.Prog.3 (pl.).
b taking to one's bed, of a sick person, Id.Epid.4.31, J.AJ4.8.33, etc.
c causing one to take to his bed, i. e. striking with disease, PMag.Par.1.2496.
d Astrol., horoscope cast at the hour when a patient takes to his bed, Gal.19.529, Cat.Cod.Astr.1.20, 8(4).57.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, das Niederlegen, sich Hinlegen, zu Bette; τοῦ γάμου, das Beilager, Her. 6, 129; zu Tische, πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν Plat. Conv. 175 e; κατακλίσεις καὶ ὑπαναστάσεις Rep. IV, 425 b, wie Arist. Eth. 9, 2, bei Tische den Aelteren einen höheren Platz einräumen; Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se coucher;
2 état d'une personne couchée.
Étymologie: κατακλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-κλισις -εως, ἡ [κατακλίνω] het doen aanliggen een plaats aanbieden aan tafel:; τῷ πρεσβυτέρῷ τιμήν... ὑπαναστάσει καὶ κατακλίσει de oudere eer (bewijzen) door op te staan en hem een plaats aan te bieden Aristot. EN 1165a28; uitbr.: ἡ κ. τοῦ γάμου de viering van het huwelijksfeest Hdt. 6.129.1. het aanliggen:; πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν ik stel het zeer op prijs naast jou aan te liggen Plat. Smp. 175e; κατακλίσεως... κοινωνεῖν recht hebben om aan te liggen Aristot. Pol. 1336b21; bij ziekte: bedrust, liggende houding. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κατάκλῐσις: εως ἡ
1 возлежание за столом, трапеза, пиршество (κοινωνεῖν κατακλίσεως Arst.): ἡ κ. τοῦ γάμου Her. свадебный пир; πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρά σοι κατάκλισιν Plat. я высоко ценю соседство с тобою за столом;
2 лежачее положение, лежание Plut.;
3 наклон (τῶν ἀξόνων Diod. - v.l. κατακλείς).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλῐσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ κατακλιθῇ ἢ νὰ καθίσῃ παρὰ τὴν τράπεζαν, τιμὴν ἀποδοτέον τῷ πρεσβυτέρῳ ὑπαναστάσει καὶ κατακλίσει καὶ τοῖς τοιούτοις, = μὲ τὸ νὰ ὑπανίστανται ἐκ τῆς ἕδρας αὐτῶν πρὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ νὰ καθίζωσιν αὐτοὺς εἰς τὴν καλλιτέραν θέσιν τῶν συμποσίων, Πλάτ. Πολ. 425Β∙ σιγάς τε τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις καὶ κατακλίσεις καὶ ὑπαναστάσεις Ἀριστ. Ἡθ. Ν. 9. 2, 9∙ ἡ κ. τοῦ γάμου, ἡ εὐωχία κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ γάμου, Ἡρόδ. 6. 129. ΙΙ. (ἐκ τοῦ κατακλίνεσθαι), τὸ καθῆσθαι παρὰ τὴν τράπεζαν, ἤτοι ἐπὶ δεῖπνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 9 καὶ 11∙ παρά τινι Πλάτ. Συμπ. 175Ε. 2) τρόπος τοῦ κατακλίνεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης, π. χ. ἐπὶ γνάθον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, πρβλ. Προγν. 37∙ ἡ ἐν τῇ νοσηλείᾳ κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 33.

Greek Monotonic

κατάκλῐσις: -εως, ἡ,
I. κάνω κάποιον να κατακλιθεί, να καθίσει στο τραπέζι, σε Πλάτ.· ἡ κ. τοῦ γάμου, γαμήλιο τραπέζι, σε Ηρόδ.
II. (από την Παθ.), συμμετοχή κάποιου σε δείπνο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κατάκλῐσις, εως [from κατακλῑ́νω]
I. a making one to lie down, seating him at table, Plat.; ἡ κ. τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt.
II. (from Pass.) a lying at table, sitting at meat, Plat.

Greek Monolingual

η (AM κατάκλισις) κατακλίνω
1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση
2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί
νεοελλ.
ναυτ. το πλάγιασμα του πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή
μσν.
προσκύνηση
αρχ.
1. το να παρακαθήσει κάποιος σε γεύμα («πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν», Πλάτ.)
2. το να βρίσκεται κάποιος κλινήρης
3. αστρολ. ωροσκόπιο που λαμβάνεται κατά την ώρα που ο ασθενής βρίσκεται κλινήρης
5. φρ. «ἡ κατάκλισις τοῦ γάμου» — η ευωχία κατά τον πανηγυρισμό ενός γάμου.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατακλίνω (=πλαγιάζω κάποιον) → κατά + κλίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.