ποιητός

From LSJ
Revision as of 20:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιητός Medium diacritics: ποιητός Low diacritics: ποιητός Capitals: ΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: poiētós Transliteration B: poiētos Transliteration C: poiitos Beta Code: poihto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made, freq. in Hom., especially of houses and arms, always in the sense of εὖ ποιητός, well made, δόμοις ἔνι ποιητοῖσι Il. 5.198, Od.13.306; ποιητὰς… πύλας Il.12.470; also πύκα ποιητός 18.608, Od.1.333,436, al.: generally, made, εἰ δ' ἦν π. τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; π. φρέατα, opp. natural springs, Plu.Sol. 23; cultivated, opp. ἄγριος, Aret.CD1.4; ἕλκεα self-inflicted, Tryph. 229. II made into a son, adopted, παῖς π., opp. ἀληθινός, γεννητός, Pl.Lg.878e, 923e; οἱ π. τῶν πατέρων adopted fathers, Lycurg. 48; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.Pol.1275a6, cf. D.45.78. III made by oneself, i.e. invented, feigned, λόγος Pi.N. 5.29; ποιητῷ τρόπῳ E.Hel.1547; of works of art, imitated, Nonn.D. 34.287.

German (Pape)

[Seite 649] gemacht, verfertigt; oft bei Hom., bes. von Wohnungen und Waffen, wie οἱ δὲ κατ' αὐτὰς ποιητὰς ἐςέχυντο πύλας, Il. 12, 470; κύκλος, κυνέη, δόμος, θάλαμος u. ä., wo man es = εὖ ποιητός, wohl, künstlich gemacht, aufzufassen pflegt; auch τέγεος πύκα ποιητοῖο, Od. 1, 333; Sp.; τὸ ποιητόν, das Gemachte, Arist. eth. 6, 2; – παῖς, ein angenommener, adoptirter Sohn, der zum Sohne gemacht, nicht geboren ist. εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός, Plat. Legg. XI, 923 e, oft bei den Rednern; auch ὁ ποιητὸς πατήρ, Adoptivvater, Lys. 13, 91; πολῖται, die mit dem Bürgerrechte beschenkt sind, nicht geborene Bürger, Arist. pol. 3, 1. – Uebh. selbst gemacht, ersonnen, erdichtet, ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 créé, p. opp. à « qui existe par soi-même » ; t. de droit adopté, créé ou admis par adoption;
2 en parl. d'ouvrages manuels fabriqué, travaillé, particul. fait avec art, bien travaillé.
Étymologie: ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιητός -ή -όν [ποιέω] gemaakt, gebouwd:. κυνέην... ῥινοῦ ποιητήν een helm gemaakt van huid Il. 10.262; παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο naast de deurpost van het stevig gebouwde vertrek Od. 1.333; οἱ πλεῖστοι φρέασι ποιητοῖς ἐχρῶντο de meesten hadden de beschikking over aangelegde putten Plut. Sol. 23.6. gemaakt, geveinsd:. ποιητῷ τρόπῳ op een geveinsde manier Eur. Hel. 1547. gemaakt (tegenover ‘natuurlijk’):. παῖδες ποιητοί geadopteerde kinderen Plat. Lg. 878e; τοὺς ποιητοὺς πολίτας degenen die burger gemaakt waren Aristot. Pol. 1275a6.

Russian (Dvoretsky)

ποιητός:
1 сделанный, изготовленный, построенный (τέγος πύκα ποιητόν Hom.);
2 хорошо сделанный, искусно построенный (δόμοι, πύλαι Hom.);
3 искусственный (φρέαρ Plut.);
4 не родной, т. е. приемный (παῖς Plat.; πατήρ Lys.): ποιητοὶ πολῖται Arst. получившие право гражданства;
5 вымышленный, поддельный (λόγος Pind.): ποιητῷ τρόπῳ Eur. притворно.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητός: -ή, -όν, (ποιέω) πεποιημένος, ποιηθείς, συχν. παρ’ Ὁμ., μάλιστα ἐπὶ οἰκιῶν καὶ ὅπλων, ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ εὖ ποιητός, καλῶς πεποιημένος, καλῶς κατεσκευασμένος, ὡς τὸ τυκτός, τετυγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Ἰλ. Ε. 198, Ὀδ. Ν. 306˙ ποιητάς… πύλας Ἰλ. Μ. 470, κτλ.˙ ἂν καὶ ἐκφέρει ἐπίσης καὶ συνημμένως, πύκα ποιητός, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἰλ. Σ. 608, Ὀδ. Α. 333, 436, κτλ.˙ ― πεποιημένος, κατ’ ἀντίθετον πρὸς τὸν ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχοντα, Θέογν. 435˙ ― π. φρέατα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς φυσικὰς πηγάς, Πλουτ. Σόλων 23. ΙΙ. εἰσποιητός, υἱοθετηθείς, θετὸς υἱός, παῖς π., ἀντίθετον τῷ γεννητὸς ἢ ἀληθινός, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, 923 Ε˙ οὕτω, πατὴρ π., θετὸς πατήρ, Λυκοῦργ. 153. 44 (ἀντίθετον τῷ γόνῳ πατὴρ Λυσ. 138. 32)˙ π. πολῖται, πολιτογραφηθέντες, μὴ ἐκ γενετῆς ὄντες πολῖται, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 3, πρβλ. Δημ. 1125. 5˙ ― ἴδε ποιέω, Α. ΙΙΙ., ποίησις ΙΙ. ΙΙΙ. ἐφευρεθείς, ἐπινοηθείς, προσποιηθείς, Πινδ. Ν. 5. 53˙ ποιητῷ τρόπῳ Εὐρ. Ἑλ. 1547.

English (Autenrieth)

(well) made or built, with and without εὖ.

English (Slater)

ποιητός fabricated ψεύσταν δὲ ποιητὸν συνέπαξε λόγον (N. 5.29)

Greek Monolingual

-ή, -όν,ΜΑ ποιώ
1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί
2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος
αρχ.
1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. προσποιητός, πλαστός («οἱ δ' εκβαλόντες δάκρυα ποιητῷ τρόπῳ», Ευρ.)
3. ο υιοθετημένος, ο θετός.

Greek Monotonic

ποιητός: -ή, -όν (ποιέω),·
I. καλοκατασκευασμένος, με τη σημασία του εὖ ποιητός, καλοφτιαγμένος, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι, σε Όμηρ.· φτιαγμένος, δημιουργημένος, αντίθ. προς αυτόν που υπάρχει από μόνος του είναι δηλ. αυθύπαρκτος, σε Θέογν.
II. υιοθετημένος, ιδίως υιοθετημένος γιος, θετός γιος, σε Πλάτ.· ποιητοὶ πολῖται, οι μη ιθαγενείς πολίτες, αυτοί που δεν είναι πολίτες από τη γέννησή τους, σε Αριστ.
III. αυτός που κατασκευάζεται, εφευρίσκεται από κάποιον, δηλ. επινοημένος, προσποιητός, πλαστός, σε Πίνδ., Ευρ.

Middle Liddell

ποιητός, ή, όν ποιέω
I. made, in the sense of εὖ ποιητός, well-made, δόμοις ἐνὶ ποιητοῖσι Hom.:— made, created, opp. to self-existent, Theogn.
II. made into something, esp. made into a son, adopted, Plat.; π. πολῖται factitious citizens, not so born, Arist.
III. made by oneself, i. e. invented, feigned, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

feigned, pretended, sham

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)