συνεπαίρω

From LSJ
Revision as of 18:25, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπαίρω Medium diacritics: συνεπαίρω Low diacritics: συνεπαίρω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΙΡΩ
Transliteration A: synepaírō Transliteration B: synepairō Transliteration C: synepairo Beta Code: sunepai/rw

English (LSJ)

A raise at the same time or lift at the same time, ἑαυτόν X.Eq.7.2; τὰ πρόσθια σκέλη Arist.HA576b27:—Pass., swell at the same time, Gal.18(2).266; to be elevated together, ἡ λέξις τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων σ. Luc.Hist.Conscr.45, cf. Procl.Inst.209.
II urge on together or urge also, c. inf., X.Smp.8.24, Oec.5.5:—Pass., rise together with, τοῖς δημαγωγοῖς, of the rabble, Plu.Cor.12, cf. J.BJ Prooem.2.
III συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ = being carried to (the foetus) with the blood, Aët.9.22.

French (Bailly abrégé)

1 donner en même temps de l'élévation, de la noblesse;
2 exciter avec ou en même temps à, inf.;
Moy. συνεπαίρομαι se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επαίρω act. met acc. tegelijk (met...) verheffen; met dat.; pass. overdr. samen (met...) op een hoger niveau komen. Luc. 59.45. pass. oproerig worden met, mee opgehitst worden, met dat., ptc. perf. pass. subst.. τὸ... συνεπηρμένον τοῖς δημαγωγοῖς het deel (van het volk) dat zich had laten ophitsen door de demagogen Plut. Cor. 12.5.

Russian (Dvoretsky)

συνεπαίρω:
1 одновременно с тем поднимать или вместе с тем поднимать (τὰ πρόσθια σκέλη Arst.): τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαίρεσθαι Luc. подняться до величия темы;
2 побуждать, возбуждать (τινα Xen., Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπαίρω
(κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ.
β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῦ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. διεγείρω, παρορμώ σε κάτι μαζί ή επί πλέον («ὅ τε γὰρ οἶνος συνεπαίρει καὶ ο ἔρως κεντρίζει», Ξεν.)
2. παθ. συνεπαίρομαι
α) εξογκώνομαι ταυτοχρόνως
β) εξυψώνομαι μαζί, παίρνω ύψος, όγκο, μεγαλοπρέπεια («ἡ λέξις... ἐπὶ γῆς βεβηκέτω, τῷ μὲν κάλλει καὶ τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαιρομένη καὶ ὡς ἔνι μάλιστα ὁμοιουμένη», Λουκιαν.)
γ) εξεγείρομαι μαζί με κάποιον, επαναστατώ μαζί
δ) φέρομαι προς κάτι μαζί με κάποιον («συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ», Αέτ.).

Greek Monotonic

συνεπαίρω: μέλ. -ᾰρῶ,
I. ανυψώνω ή ανασηκώνω συγχρόνως, σε Ξεν. — Παθ., ανυψώνομαι μαζί με, σε Λουκ.
II. παρακινώ, προτρέπω μαζί ή επίσης, συνεγείρω, σε Ξεν. — Παθ., εξεγείρομαι μαζί με άλλους, με δοτ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπαίρω: αἴρω, ὑψώνω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, ἑαυτὸν Ξενοφ. Ἱππ. 7. 2· τὰ πρόσθια σκέλη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 15· ἦχον σάλπιγγι σ. Γρηγ. Νύσσ. ― Παθ., ἐξυψοῦμαι ὁμοῦ, ἡ λέξις τῷ μεγέθει σ. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45. ΙΙ. παρακινῶ, προτρέπω, παρορμῶ ὁμοῦὡσαύτως, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 8. 24, πρβλ. Οἰκ. 5. 5. ― Παθητ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι ὁμοῦ μετά τινος, συνεπανίσταμαι, τινι, ἐπὶ ἐπαναστατῶν, Πλουτ. Κοριολ. 12, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. Προοίμ. 2.

Middle Liddell

fut. -ᾰρῶ
I. to raise or lift at the same time, Xen.:—Pass. to be elevated together with, τινί Luc.
II. to urge on together or also, Xen.:— Pass. to rise together with others, c. dat., Plut.

German (Pape)

(αἴρω), mit od. zugleich erheben, erregen, wozu antreiben, Xen. Oec. 5.5, Conv. 8.24.