πέλλα
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
Ion. πέλλη, ης, ἡ,
A wooden bowl, milk-pail, Il. 16.642, Theoc. 1.26, Nic. Al. 311, cf. Ath. 11.495.
2 drinking-cup, Hippon.39.
II stone, Ulp.ad D.19.155, Hsch.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ. Haut, Leder, Pelz, Fell, pellis, poll. 10, 57, zw. (jetzt steht ἰττέλας dal) war schwerlich im Gebrauch. ἡ, der Stein. S. πέλα, φέλλα. ἡ, ion. πέλλη, Gelte, Melkfaß, mulctra; περιγλαγεῖς, Il. 16, 642; Theocr. 1, 26; nach Phot. σκάφη τις, ἔνθα τυρὸν ἀμέλγουσι. Vgl. Ath. XI, 495, der es erkl. ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα. – Auch ein Becher, Hippon. bei Ath. a. a. O., s. auch πελλίς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
vase à traire le lait.
Étymologie: propr. vase en cuir, cf. lat. pellis.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέλλα -ης, ἡ, Ion. πέλλη, Dor. gen. plur. πελλᾶν, melkemmer.
Russian (Dvoretsky)
πέλλα: ион. πέλλη ἡ подойник (π. περιγλαγής Hom.; ποταμέλγεσθαι ἐς δύο πέλλας Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
πέλλα: Ἰων. πέλλη, ης, ἡ, «πέλλα ἀγγεῖον σκυφοειδές, πυθμένα ἔχον πλατύτερον, εἰς ὃ ἤμελγον τὸ γάλα» Ἀθήν. 495C, τὸ τοιοῦτον ἀγγεῖον νῦν ὀνομάζεται «καρδάρα», Λατ. mulctra, περιγλαγέας κατὰ πέλλας, περὶ τὰ γάλακτι πεπληρωμένα γαλακτοδόχα ἀγγεῖα, Ἰλ. Π. 642, Θεόκρ. 1. 26· ― ποτήριον, Ἱππῶναξ 30· ― ὡσαύτως πελλίς, ίδος, ἡ, ὁ αὐτ. 29, Νικ. Ἀλεξιφ. 77· Δωρ. κ. Αἰολ. πελίκα, ἡ, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 5· ἴδε Φώτ., Ἡσύχ. Πολυδ. Ι΄, 78· πελίχνη, ἡ, Ἀλκμὰν 61, πρβλ. Κλείταρχον παρ’ Ἀθην. 495C· πέλυξ, ῠκος, ὁ, Πολυδ. Ι΄, 105. (Πρβλ. Λατ. pelvis).
English (Autenrieth)
milk-pail, milk-bowl, Il. 16.642†.
English (Slater)
πέλλα milk pail πέλλαι γὰρ ξύλιναι πίθοι τε πλῆσθεν ἅπαντες *fr. 104b. 5.*
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
ἡ πέλυξ (Ι)
νεοελλ.-μσν.
μέρος της βάρκας πάνω από την κουπαστή
αρχ.
ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τα αρχ. ινδ. pālavī και pārī «δοχείο για γάλα» θεωρείται εξαιρετικά αμφίβολη. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η σύνδεση της με το λατ. pēlvis «λεκάνη». Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. συνδέεται με την οικογένεια του λατ. pellis «δέρμα», γεγονός που προϋποθέτει ότι η πέλλα ήταν αρχικά δερμάτινο δοχείο, ασκός. Είναι πιθανό, τέλος, να πρόκειται για λ. που ανάγεται σε δάνειο τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
(II)
ἡ, Α
λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλλα ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pels- «βράχος» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. felis, γερμ. Fels «βράχος», αρχ. ινδ. pāsya- / pāsāna- «βράχος». Το τοπωνύμιο Πέλλα είναι ταυτόσημο με το προσηγορικό].
Greek Monotonic
πέλλα: Ιων. πέλλη, -ης, ἡ, Λατ. pelvis, ξύλινο κύπελο, κάδος για γάλα, καρδάρα, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: milk pail, also drinking bowl, goblet (Π 642, Hippon., Theoc., Nic.; on the uncertain meaning Leumann Hom. Wörter 267 f.).
Other forms: -η acc. to Arc. 108, 1.
Derivatives: πελλίς, -ίδος f. id. (Hippon., hell. poetry; like ἀμίς, ἀργυρίς, χρυσίς a.o.); here also πέλιξ, -ικος f. = κύλιξ or προχοΐδιον (Cratin.); -ίκη, Aeol. -ίκα f. = χοῦς, λεκάνη (Poll.); -ίχνη f. = πέλλα (Alcm., hell. poetry); after κύλ-ιξ, -ίχνη; cf. further ἑλίκ-η from ἕλιξ. Thus πέλυξ id. (Poll.) after κάλυξ. Also πελλητήρ, -ῆρος m. milk pail, drinking bowl (hell. authors in Ath. 11, 495 e), like ἀντλητήρ (: ἀντλέω); πελλαντῆρα ἀμολγέα H. (: *πελλαίνω).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The synonymous Lat. pēluis f. bowl, dish, Skt. pālavī f. kind of barrel, vessel might point for πέλλα to a basic form *πέλϜι̯α (shortened from *πηλϜι̯α, Schwyzer 279); a more simple *πέλι̯α has been considered because of Skt. pārī f. milk-pail (Schulze Q. 83f.). -- Diff. Kretschmer Glotta 30, 171: from *πελ-να because of φelna on a Rhaet. inscr. The connection of the Skt. words (class., partly very late) is rejected by Mayrhofer s. vv. or in any case strongly doubted. -- One has also compared πήληξ. -- The Latin form hardly leads to an IE word. Furnée 134 concludes because of -ικ-, -υκ- (and -λ-, -λλ-) to a Pre-Greek word.
2.
Grammatical information: f.
Meaning: λίθος H.
Other forms: cf. φελλεύς bel.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Since Fick 1, 83 a.o. as PGr. *πελσα connected with a word for rock, stone in OHG felis rock, MIr. all crag (PCelt. *palso-, IE *pl̥so-) [but the variation *pelso-/peliso- does not seem IE, Furnée 162 n. 77], Skt. pāṣāṇá- m. stone, rock, Psht. parṣ́a id. (Indo-Ir. *pars-, IE *pels-). WP. 2, 66 f. a. Mayrhofer s. v. w. further details and rich lit., Pok. 807; older lit. also in Bq. On the stemformation (dubious) Specht Ursprung 24, 153, 156 a. 234. Identical to Πέλλα town in Macedonia (Kretschmer Einleitung 286 w. n. 1, Pisani Ist. Lomb. 73:2, No. 3; if this is correct. the word is hardly IE, cf. DELG). Furnée 161f. compares further φελλεύς stony ground etc.
Middle Liddell
Lat. pelvis, a wooden bowl, milk-pail, Il., Theocr.
Frisk Etymology German
πέλλα: {pélla}
Meaning: λίθος H.
Etymology: Seit Fick 1, 83 u.a. als urgr. *πελσα zu einem Wort für Fels, Stein gezogen in ahd. felis Fels, mir. all Klippe (urkelt. *palso-, idg. *pl̥so-), aind. pāṣāṇá- m. Stein, Fels, psht. parṣ́a ib. (indoir. *pars-, idg. *pels-). WP. 2, 66 f. u. Mayrhofer s. v. m. weiteren Einzelheiten und reicher Lit., Pok. 807; alt. Lit. auch bei Bq. Zur Stammbildung (anfechtbar) Specht Ursprung 24, 153, 156 u. 234. Damit wohl identisch Πέλλα Stadt in Makedonien (Kretschmer Einleitung 286 m. A. 1, Pisani Ist. Lomb. 73:2, No. 3).
Page 2,499
1.
{pélla}
Forms: (-η nach Ark. 108, 1)
Grammar: f.
Meaning: Melkeimer, auch Trinkschale, Becher (Π 642, Hippon., Theok., Nik. u.a.; zur strittigen Bed. Leumann Hom. Wörter 267 f.).
Derivative: Davon πελλίς, -ίδος f. ib. (Hippon., hell. Dicht.; wie ἀμίς, ἀργυρίς, χρυσίς u.a.); dazu noch πέλιξ, -ικος f. = κύλιξ od. προχοΐδιον (Kratin.); -ίκη, äol. -ίκα f. = χοῦς, λεκάνη (Poll.); -ίχνη f. = πέλλα (Alkm., hell. Dicht.); nach κύλιξ, -ίχνη; vgl. noch ἑλίκη von ἕλιξ. Ebenso πέλυξ ib. (Poll.) nach κάλυξ. Auch πελλητήρ, -ῆρος m. Melkeimer, Trinkschale (hell. Autoren bei Ath. 11, 495 e). wie ἀντλητήρ (: ἀντλέω); πελλαντῆρα· ἀμολγέα H. (: *πελλαίνω).
Etymology: Die Synonyme lat. pēluis f. Becken, Schüssel, aind. pālavī f. Art Gefäß, Geschirr legen für πέλλα eine Grundform *πέλϝι̯α (aus *πηλϝι̯α gekürzt, Schwyzer 279) nahe; ein einfacheres *πέλι̯α könnte wegen aind. pārī f. Melkeimer auch in Betracht kommen (Schulze Q. 83f.). — Anders Kretschmer Glotta 30, 171: aus *πελνα wegen φelna auf einer raet. Inschr. Die Zugehörigkeit der aind. Wörter (klass., z.T. ganz spät) wird von Mayrhofer s. vv. abgelehnt oder jedenfalls in starken Zweifel gezogen. — Vgl. πήληξ.
Page 2,498-499