πολέμαρχος

From LSJ
Revision as of 12:00, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολέμαρχος Medium diacritics: πολέμαρχος Low diacritics: πολέμαρχος Capitals: ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polémarchos Transliteration B: polemarchos Transliteration C: polemarchos Beta Code: pole/marxos

English (LSJ)

ὁ,
A polemarch, chieftain, war-lord, warlord, Κνωσίων, Ἀχαιῶν, B. 16.39, A Ch.1072 (anap.), cf.Th.828 (anap.).
II the title of high officers in several Greek states:
1 at Athens, the third archon, Hdt.6.109, Ar.V.1042, IG12.16.10,49.7, al.; ὠφληκέναι παρὰ τῷ π. in his court, Lys.23.3; at Sparta, a military commander, Hdt.7.173, Th.5.66, X.HG4.4.7,4.5.7, etc.; at Thebes, officers of chief rank after the Boeotarchs, supreme in affairs of war, ib.5.4.2 sqq., Michel 232 (ii B.C., found in Crete), etc.; at Orchomenos, IG7.3175.5, etc.; at Mantinea, Th.5.47; in Arcadia, Plb.4.18.2; π. ἐπιμήνιος SIG402.1 (Chois, iii B.C.).
2 simply, chief, leader, συνεφήβων IG22.2055.

German (Pape)

[Seite 653] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. ἀνήρ, Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer μόρα, Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chef d'une armée ou d'une expédition militaire;
II. polémarque :
1 à Athènes, le troisième des neuf archontes, primit. sorte de ministre de la guerre ou de général en chef ; postér. président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;
2 à Lacédémone, commandant d'une μόρα (corps de 400 hommes);
3 à Thèbes, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;
4 dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.
Étymologie: πόλεμος, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολέμαρχος -ου, ὁ [πόλεμος, ἄρχω] polemarch (derde archont in Athene), opperbevelhebber; legeraanvoerder:. Ἀχαιῶν van de Grieken Aeschl. Ch. 1072.

Russian (Dvoretsky)

πολέμαρχος: ὁ полемарх, (главно)командующий
1 в Афинах - третий из девяти архонтов, стоявший во главе вооруженных сил страны Her., впосл. - председатель особого трибунала, разбиравшего дела метэков и иноземцев Arph., Lys.;
2 в Спарте - командир моры, отряда в 400 человек Her., Thuc., Xen.;
3 в Фивах - начальник вооруженных сил Беотии Xen.;
4 в Этолии - начальник полиции Polyb.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πολέμαρχος, Ν
1. αυτός που διοικεί το στράτευμα κατά τη διάρκεια του πολέμου (α. «μεγάλος πολέμαρχος ο Κολοκοτρώνης» β. «ὤλετ' Ἀχαιῶν πολέμαρχος», Αισχύλ.)
2. ένας από τους εννέα άρχοντες της Αθήνας ο οποίος είχε ενιαύσια θητεία και του οποίου οι αρμοδιότητες ήταν κυρίως πολεμικές
νεοελλ.
1. (επί τουρκοκρατίας) ανώτερος οπλαρχηγός ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία
2. γενναιότατος μαχητής
αρχ.
1. (στη Σπάρτη) ο διοικητής ταξιαρχίας
2. (στη Θήβα) άρχοντας αμέσως κατώτερος του βοιωτάρχου, ανώτερος όμως στη στρατιωτική ιεραρχία
3. τίτλος άρχοντα στη Μαντινεία, στην Αρκαδία κ.α.
4. αρχηγός, ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].

Greek Monotonic

πολέμαρχος: ὁ,
I. αυτός που ξεκινά ή ηγείται του πολέμου, ηγέτης, λήσταρχος, σε Αισχύλ.
II. πολέμαρχος·
1. στην Αθήνα ο τρίτος άρχοντας, που παρίστατο στα δικαστήρια όπου εκδικάζονταν οι υποθέσεις των μετοίκων (μέτοικοι), σε Αριστοφ.· στους παλαιότερους χρόνους ήταν ο γενικός αρχηγός σε εκστρατεία, όπως στον Μαραθώνα, σε Ηρόδ.
2. στη Σπάρτη, είδος ταξίαρχου, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
3. στη Θήβα έτσι ονομάζονταν οι αξιωματικοί που ήταν αμέσως κατώτεροι από τους Βοιωτάρχους, σε Ξεν.
4. παρομοίως στη Μαντίνεια και σε άλλες πόλεις, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολέμαρχος: ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, ἀρχηγός, ἄρχων, ἡγεμών, Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. ὄνομα ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ τρίτος ἄρχων, ὅστις προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ π., ἐν τῷ δικαστηρίῳ αὐτοῦ, Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς ἀνώτατος στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο οὕτως ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, αὐτόθι 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ τρεῖς παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) ἁπλῶς, ἡγεμών, ἄρχων, ἀρχηγός, σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.

Middle Liddell

πολέμ-αρχος, ὁ,
I. one who begins or leads the war, a leader, chieftain, Aesch.
II. a Polemarch,
1. at Athens, the third archon, who presided in the court in which the causes of the μέτοικοι were tried, Ar.;—in earlier times he was general-in-chief, as at Marathon, Hdt.
2. at Sparta, a kind of brigadier, Hdt., Thuc., etc.
3. at Thebes officers of chief rank after the Boeotarchs, Xen.
4. similarly at Mantineia, and in other states, Thuc.