μελέτημα

From LSJ
Revision as of 06:42, 28 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτημα Medium diacritics: μελέτημα Low diacritics: μελέτημα Capitals: ΜΕΛΕΤΗΜΑ
Transliteration A: melétēma Transliteration B: meletēma Transliteration C: meletima Beta Code: mele/thma

English (LSJ)

μελετήματος, τό,
A practice, exercise, Pl.Phd. 67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μελετήματα E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα); τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα = practice for war X.Eq.11.13.
2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.

German (Pape)

[Seite 122] τό, Übung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα, Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μελετήματα, Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.

Russian (Dvoretsky)

μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.

Greek Monolingual

το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.

Middle Liddell

μελέτημα, ατος, τό, μελετάω
a practice, exercise, study, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

business, occupation, study

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)