παραδρομή
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ἡ,
A running beside: hence concretely, παραδρομὴ κολάκων attendant swarm of flatterers, Posidon. 7 J.; μετὰ πολλῆς παραδρομῆς with a large train, LXX 2 Ma.3.28.
II running by, traversing, Plu.Alex.17; ἐν παραδρομῇ = in passing, without penetration, rapidly, in hints, ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον = cursorily, Arist.Pol.1336b24; ἐκ παραδρομῆς Plb.21.34.2.
German (Pape)
[Seite 477] ἡ, das Nebenherlaufen; κολάκων παραδρομή, das Nebenherlaufen, der begleitende Schwarm der Schmeichler, Posidon. bei Ath. XII, 542 b; – das Durchlaufen, Plut. Alex. 17; – das Vorbeilaufen, ἐκ παραδρομῆς, im Gegensatz von μετ' ἐπιστάσεως, Pol. 22, 17, 2, wie Arist. polit. 7, 17 ἐν παραδρομῇ πεποιήμεθα τὸν λόγον entgstzt dem ἐπιστήσαντα δεῖ λογίζειν; ἐκ παραδρομῆς auch Plut. ed. lib. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
course à travers ou course au delà ; cours du temps.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραδρομή -ῆς, ἡ [παραδραμεῖν] doortocht:; τῆς Παμφυλίας π. vaart langs Pamphylië Plut. Alex. 17.6; overdr.: ἐν παραδρομῇ terloops Aristot. Pol. 1336b24.
Russian (Dvoretsky)
παραδρομή: ἡ пробегание, быстрое прохождение (τῆς Παμφυλίας Plut.): ἐκ παραδρομῆς Arst., Plut. и ἐν παραδρομῇ Arst. мимоходом, вскользь.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής»)
μσν.
(για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και να περιποιείται κάποιος με προθυμία («παραδρομή κολάκων», Ποσειδών)
2. ακολουθία, συνοδεία («μετὰ πολλῆς παραδρομῆς», ΚΔ)
3. διάβαση, πέρασμα από κάπου
4. φρ. «ἐν παραδρομῇ» — εν παρόδω, παρενθετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αόρ. του τρέχω), πρβλ. επιδρομή].
Greek Monotonic
παραδρομή: ἡ (παραδραμεῖν), τρέξιμο κοντά ή παραπλεύρως, περιστροφή, ανατροπή, παρέλευση, βιασύνη, σε Πλούτ.· ἐν παραδρομῇ, με βιασύνη, τρέχοντας, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πλησίον ἢ παραπλεύρως, κολάκων, π., σμῆνος κολάκων τρεχόντων πλησίον τινός, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 542Β. ΙΙ. τὸ παρατρέχειν, Πλουτ Ἀλέξ. 17· ἐν παραδρομῇ ποιεῖσθαι τὸν λόγον, ἐν παρόδῳ, Λατ. obiter, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 17, 12· κατὰ παραδρομὴν Κλήμ. Ἀλ. 55· οὕτως, ἐκ παραδρομῆς Πολύβ. 22. 17, 2. 2) παρέλευσις, μετὰ π. ἐνιαυτοῦ Ἄννα Κομν. 2. σ. 121.
Middle Liddell
παραδρομή, ἡ, παραδραμεῖν
a running beside or over, traversing, Plut.; ἐν παραδρομῇ cursorily, Arist.
Translations
retinue
Armenian: շքախումբ; Bulgarian: свита; Catalan: seguici; Chinese Mandarin: 随从,随员; Dutch: gevolg, hofhouding, hofstoet; Esperanto: akompanantaro; Finnish: seurue; French: retenue, suite; Greek: ακολουθία, συνοδεία, κουστωδία; Ancient Greek: ἀμφί, ἀποσκευή, ἀκολουθία, θεραπεία, θεραπηΐη, παραδρομή, συμπεριφορά, τὸ ὑπηρετούμενον, ὑπηρεσία; Irish: cóisir; Italian: seguito; Latin: comitatus; Maori: apataki, hikuroa, hikuhiku; Marathi: लवाजमा; Middle English: retenue, hird, meyne; Polish: świta, asysta, asystencja; Portuguese: séquito; Russian: свита; Sanskrit: पटल; Serbo-Croatian: svita; Spanish: acompañamiento, comitiva, séquito; Swedish: följe, uppvaktning; Telugu: పరివారము; Ukrainian: почет, свита; Welsh: nifer; Middle Welsh: niuer, yniuer