φλυαρέω
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
Ion. φλυηρέω:—
A talk nonsense, play the fool, ταῦτα λέγουσι φλυηρέοντες Hdt.2.131, cf.7.104, Ar.Eq.545 (anap.), V.85, Pl. 360, 575 (anap.); παῦσαι φλυαρῶν Philem.213.1 (troch.); φλυαρεῖς πρός με Men.Pk.146; οὐ φλυαρῶ (parenthetically) 'no joke', 'seriously', ib.153: c. acc. cogn., φάσκοντα.. ἀεροβατεῖν καὶ ἄλλην πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Pl.Ap.19c; πολλὰ φλυηρέεις Hdt.7.103; ταῦτα φ. Isoc.5.75; τοιαῦτα Pl.R. 337b; ἄφες ἂ φλυαρεῖς ταῦτα Men.Sam.313. c. part., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων Ar.Ra.202; φλυαρεῖς ἔχων Pl.Grg. 490e; ἔχων φ. Id.Euthd.295c; Αἰσχύλος φ. φάσκων Id.Smp.180a; Δερκυλίδας φ. διατρίβων X.HG3.1.18.
II trans., prate against, ἡμᾶς 3 Ep.Jo.10:—Pass., φλυαρηθέντες καὶ κατακερτομηθέντες Ph.2.599; to be made a fool of, D.L.7.173.
German (Pape)
[Seite 1293] ion. φλυηρέω, unnützes Zeug schwatzen, Possen reden; Her. 7, 103. 104; Ar. Equ. 543 Th. 559 u. öfter; Plat. Rep. I, 337 b; φλυαρίαν Apol. 19 c; auch übh. Possen treiben, Xen. Cyr. 1, 4,11; φλυαρεῖς ἔχων, s. ἔχω.
French (Bailly abrégé)
φλυαρῶ :
dire des sornettes, bavarder à tort et à travers;
NT: tenir de mauvais propos contre, ÷ acc..
Étymologie: φλύαρος.
Russian (Dvoretsky)
φλυᾱρέω: ион. φλυηρέω болтать пустяки, нести вздор (ταῦτα λέγουσι φλυηρέοντες Her.): πολλὴν φλυαρίαν φ. Plat. нести много (всякой) чепухи; παῦσαι φλυαρῶν Arph. перестань молоть вздор.
Greek (Liddell-Scott)
φλυᾱρέω: Ἰων. φλυηρέω· ― ὡς καὶ νῦν, λέγω ἀνοησίας, μωρολογῶ, λέγω ὅ,τι φθάσω, ληρῶ, Λατ. nugari, ταῦτα λέγουσι φλυηρέοντες Ἡρόδ. 2. 131, πρβλ. 7. 104· συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς, οἷον Ἀριστοφ. Ἱππ. 543, Σφ. 85, Πλ. 360, 575 παῦσαι φλυαρῶν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 1· ― μετὰ συστοίχου αἰτ., φάσκοντα... ἀεροβατεῖν καὶ ἄλλην πολλὴν φλυαρίαν φλυαροῦντα Πλάτ. Ἀπολ. 19C· πολλὰ φλυηρέεις Ἡρόδ. 7. 103· ταῦτα φλ. Ἰσοκρ. 97Α· τοιαῦτα Πλάτ. Πολ. 337Β, κλπ.· ― μετὰ μετοχ., οὐ μὴ φλυαρήσεις ἔχων; (ἴδε ἔχω Β. IV. 2) Ἀριστοφ. Βάτρ. 202· φλυαρεῖς ἔχων Πλάτ. Γοργ. 490Ε· ἔχων φλ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 295C· Αἰσχύλος φλ. φάσκων ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 103Α· Δερκυλίδας φλ. διατρίβων Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· ― ὁ Διογ. Λαέρτ. 7. 173, .ἔχει τὸν παθ. τύπον ἐπὶ τῆς σημασίας ἐμπαίζομαι, τὸν μὲν Διόνυσον καὶ τὸν Ἡρακλέα φλυαρουμένους ὑπὸ τῶν ποιητῶν καὶ ὀργίζεσθαι, αὐτὸν δὲ κλπ., πρβλ. φλυαρία.
English (Strong)
from φλύαρος; to be a babbler or trifler, i.e. (by implication) to berate idly or mischievously: prate against.
English (Thayer)
φλυάρω; (φλύαρος, which see); to utter nonsense, talk idly, prate (Herodotus, Xenophon, Plato, Isocrates, Plutarch, others); to bring forward idle accusations, make empty charges, Xenophon, Hell. 6,3, 12; joined with βλασφημεῖν, Isocrates 5,33: τινα λόγοις πονηροῖς, to accuse one falsely with malicious words, A. V. prating against etc.).
Greek Monotonic
φλῠᾱρέω: Ιων. φλῠηρέω, μέλ. -ήσω, (φλύᾱρος), μιλώ χωρίς νόημα, μωρολογώ, Λατ. nugari, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., φλυαρίαν φλυαρεῖν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φλυᾱρέω, [φλύᾱρος]
to talk nonsense, play the fool, Lat. nugari, Hdt., Ar.:— c. acc. cogn., φλυαρίαν φλυαρεῖν Plat.
Frisk Etymology German
φλυαρέω: {phluaréō}
Forms: ion. φλυηρέω,
Grammar: v.
Meaning: leeres Geschwätz treiben, faseln, Possen reißen (Hdt., att.)
Composita: vereinzelt m. κατα-, συν- u.a.,
Derivative: mit φλυαρία f. dummes Geplapper, leeres Geschwätz, Faselei (att.), -ήματα pl. Faseleien, Albernheiten (D. H., Ph., J.). Daneben φλύαρος m. Geschwätz (Ar. Nu. 365 [anap.], Stratt., Men. u.a.), Schwätzer, geschwätzig (LXX, Str., D. H. u.a.) mit φλυαρολογία = φλυαρία ([Pl.] Ax.) u.a., -ώδης albern (Plu., Porph.). — Zu ion. φλυη- gegenüber att. (urspr. dor. ?, vgl. φλύαξ) φλυα- Björck Alpha impurum 45. Schon der Akzent gibt zu erkennen, daß φλύαρος als Adj. bzw. Nom. agentis eine Rückbildung von φλυαρέω sein muß. Ob die Priorität dem gewöhnlichen φλυαρέω oder dem weit selteneren φλύαρος Geschwätz zukommt, läßt sich hier ebensowenig wie bei vielen anderen Schallverben auf -έω mit Sicherheit entscheiden; vgl. Schwyzer 726 A. 5.
Etymology: Expressive Erweiterung von φλύω (s. φλέω), im Einzelnen unklar. Auch Dissimilation aus *φλυαλ- bleibt zu erwägen.
Page 2,1030
Chinese
原文音譯:fluaršw 弗呂阿雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:泡沫
字義溯源:胡說者,戲謔者,閒談,妄論;源自(φλύαρος)=說長道短的),而 (φλύαρος)出自(φλύαρος)X*=沸騰)
出現次數:總共(1);約叄(1)
譯字彙編:
1) 他用⋯妄論(1) 約叄1:10
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô