προσηνής

From LSJ
Revision as of 13:38, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηνής Medium diacritics: προσηνής Low diacritics: προσηνής Capitals: ΠΡΟΣΗΝΗΣ
Transliteration A: prosēnḗs Transliteration B: prosēnēs Transliteration C: prosinis Beta Code: proshnh/s

English (LSJ)

προσηνές, Dor. προσανής, προσανές,
A soft, gentle, Emp.130, etc.; ξενία Pi.P.10.64; γλίσχρασμα λεῖον.. καὶ π. Hp.Acut.10; προσανέα πίνειν drink soothing draughts, Pi. P.3.52, cf. Hp.Acut.21; αἱ κατὰ σάρκα.. προσηνεῖς κινήσεις Epicur.Fr. 411; τὰ προσηνέστατα βρωτὰ καὶ ποτά D.S.17.28; τόπος ἐνδιατρῖψαι.. προσηνέστατος most pleasant, Id.3.69; τὰ ἀπήνεμα καὶ π. D.Chr.6.33; π. ὁμιλίαι Plu.2.46e; λεία καὶ π. κίνησις Ph.1.322; π. τι λέγειν speak smooth things, Th.6.77; φίλα καὶ π. Plu.2.466d; τὸ μειλιχῶδες καὶ π. Cerc. 18 ii 10; τὸ π. τοῦ φθέγματος Luc.Rh.Pr.12.
2 c. dat., λύχνῳ π., i.e. suitable, fit for burning, Hdt.2.94.
3 of persons, gentle, kind, οὐδ' ἀστοῖσι π. Anacr.15; π. ἐγένετο τῇ συγκλήτῳ IG5(2).268.29 (Mantinea, i B.C.); τοῖς φίλοις οὐ π. οὐδὲ ἡδύς Plu. Nic.5; εὔνους καὶ π. Id.2.708c; προσηνέστερα.. τὰς ψυχὰς τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων Arist.Phgn.809a31; τῷ ἤθει προσηνέστατος Plu.Phoc.5; π. τὸ βλέμμα Luc.Pisc.13; also π. ὄψις Men.584; τὸ προσηνὲς αὐτοῦ the enticement of it, Epict.Ench.34: irreg. Sup. προσηνότατος IPE2.197.8 (ii A.D.).
II Adv. προσηνῶς = gently, εἰς ὕπνον κατενεχθείς D.S.2.57; π. λοῦσαι, ἐμβρέξαι, Plu.2.55a,74d; γῆρας π. φέρειν ib.100d; διάγειν D.Chr.32.53, cf. Plot.2.1.7: Comp. προσηνεστέρως, ἡ γεῦσις π. ἀποδέχεται τὰ λιτὰ τῶν ἐδεσμάτων Plb.38.5.7. (Cf. ἀπηνής.)

German (Pape)

[Seite 765] ές, dor. προσανής, wie ἐνηής, mild, freundlich, wohlwollend, Pind. P. 10, 64; φάρμακα, erquickend, P. 3, 52; von Sachen, brauchbar, tauglich wozu, λύχνῳ προσηνές, gut für die Lampe, d. i. tauglich zum Brennen, Her. 2, 94; προσηνές τι λέγειν, Thuc. 6, 77; Sp., wie Plut. oft; τῷ προσηνεῖ τοῦ φθέγματος, Luc. rhet. praec. 12. – Adv., καὶ λείως, Luc. V. H. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui incline vers ; fig. :
1 doux, favorable en parl. de choses;
2 propre à, qui convient à, τινι;
Cp. προσηνέστερος, Sp. προσηνέστατος.
Étymologie: cf. ἀπηνής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηνής -ές, Dor. προσᾱνής [~ πρηνής] van zaken zacht, aangenaam:; τι προσηνὲς λέγοντες naar de mond pratend Thuc. 6.77.2; πέλαγος προσηνές een kalme zee Luc. 14.44; subst..; τῷ προσηνεῖ τοῦ φθέγματος met de verleidelijkheid van zijn stem Luc. 41.12; geschikt (voor), met dat.: τῷ λύχνῳ προσηνές geschikt als lampenolie Hdt. 2.94.2. van pers. zachtaardig:; τῷ δ’ ἤθει προσηνέστατος zeer zachtaardig van karakter Plut. Phoc. 5.1; subst..; τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα de vrouw met de vriendelijke blik Luc. 28.13; adv. προσηνῶς op aangename wijze. Luc. 14.2.

Russian (Dvoretsky)

προσηνής: дор. προσᾱνής и ποτᾱνής
1 приветливый, радушный (ξενία Pind.; εὔνους καὶ π. Plut.);
2 приятный, нежный, милый (βρωτὰ καὶ ποτά Diod.);
3 освежающий, благотворный (φάρμακον Pind.);
4 удобный, пригодный: λύχνῳ π. Her. пригодный для освещения.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α
(για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ.
β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.)
μσν.
(για τα ευχαριστιακά δώρα) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος στον Θεό
μσν.-αρχ.
γλυκός, ευχάριστος (α. «ξενίᾳ προσανέϊ», Πίνδ.
β «ἑκάστοις τι προσηνὲς λέγοντες», Θουκ.)

Greek Monotonic

προσηνής: Δωρ. προσ-ᾱνής και ποτ-ᾱνής, -ές,
I. 1. μαλακός, πράος, ήρεμος, σε Πίνδ.· προσηνές τι λέγειν, σε Θουκ.
2. με δοτ., λύχνῳ προσηνές, δηλ. κατάλληλος για καύση, σε Ηρόδ. (σχετικά με προέλευση βλ. ἀπηνής).
II. επίρρ. -νῶς, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσηνής: Δωρ. προσᾱνής, καὶ ποτᾱνής, ές, εὔνους, πρᾶος, ὡς τὸ ἐνηής, ἀντίθετον τῷ ἀπηνής, Ἐμπεδ. 433, κτλ.· ξενία Πινδ. Π. 10. 99· γλίσχραμα λεῖον... καὶ πρ. Ἱππ. 385. 4· προσανέα πίνειν, πίνειν πραϋντικὰ ποτά, Πινδ. Π. 3. 93, πρβλ. Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 387· τὰ προσηνέστατα βρωτὰ καὶ ποτὰ Διόδ. 17. 28· τόπος ἐνδιατρῖψαι... προσηνέστατος, σφόδρα εὐάρεστος, ὁ αὐτ. 3. 69· πρ. ὁμιλίαι Πλούτ. 3. 46Ε· λεία καὶ πρ. κίνησις αὐτόθι 673Β, πρβλ. 1122· πρ. τι λέγειν, μετὰ προσηνείας, πραότητος, Θουκ. 6. 77· φίλα καὶ πρ. Πλούτ. 2. 466D· τὸ πρ. τοῦ φθέγματος Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 12. 2) μετὰ δοτ., λύχνῳ προσηνές, δηλ. προσῆκον, κατάλληλον πρὸς καῦσιν, Ἡρόδ. 2. 94. 3) ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθόφρων, οὐδ’ ἀστοῖσι πρ. Ἀνακρ. 14· τοῖς φίλοις οὐ πρ. οὐδὲ ἡδὺς Πλουτ. Νικ. 5· εὔνους καὶ πρ. ὁ αὐτ. 2. 708C· προσηνέστερα... τὰς ψυχὰς τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2· τῷ ἤθει προσηνέστατος Πλουτ. Φωκ. 5· πρ. τὸ βλέμμα Λουκ. Ἁλ. 13· οὕτω καί, προσηνὴς ὄψις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 58· τὸ προσηνὲς αὑτοῦ, τὸ ἑλκυστικόν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 34. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Θεοφρ. Χαρ. 17, Διοδ. 2. 57, Πλούτ.· συγκρ. -εστέρως, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 456. ― Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. προσηνότατος ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2113c. ― (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ἐν λ. ἀπηνής).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: favorable, gentile, sweet (Emp., Anacr.)
Dialectal forms: Dor. προσανής
Derivatives: προσήνεια (Hp.), προσηνεύομαι = σαίνω (Η.)
Origin: IE [Indo-European] [47] *h₂enos face
Etymology: As ἀπηνής and πρηνής from a word for face.

Middle Liddell

προσ-ηνής, δοριξ προσ-ᾱνής, and ποτ-ᾱνής, ές
I. soft, gentle, kindly, Pind.; προσηνές τι λέγειν Thuc.
2. c. dat., λύχνῳ προσηνές, i. e. suitable for burning, Hdt. (For deriv., v. ἀπηνήσ).
II. adv. -νῶς, Theophr.

Mantoulidis Etymological

(=πρᾶος, ἤρεμος). Ἀπό τό πρός + κατάλ. -ηνής, πού δέν εἶναι γνωστή ἡ ἐτυμολογία της. Τό ἀντίθετο εἶναι τό ἀπηνής (=σκληρός).

Translations

gentle

Azerbaijani: zərif; Belarusian: высакародны, ласкавы; Bulgarian: благороден, любезен, приветлив, дружелюбен, мил; Chinese Mandarin: 斯文; Czech: něžný, přívětivý, laskavý; Dutch: lieflijk; Finnish: herttainen, kiltti; French: gentil; Galician: xentil; Georgian: რბილი, ფაქიზი, ნაზი, სათუთი, მოსიყვარულე, მეგობრული, გულკეთილი; German: liebenswürdig; Gothic: 𐌵𐌰𐌹𐍂𐍂𐌿𐍃; Ancient Greek: ἤπιος, πραΰς, προσηνής; Hindi: सज्जन; Irish: mín; Italian: gentile; Japanese: 優しい; Latin: lenis; Maori: ngākau mōwai, hūmārie; Norman: bénîn; Old English: bilewit; Plautdietsch: saunft; Polish: łagodny, delikatny, miły; Portuguese: gentil; Russian: благородный, любезный, нежный, ласковый, приветливый, дружелюбный, добродушный, милый; Slovak: nežný, prívetivý, láskavý; Spanish: tierno; Turkish: şefkatli; Ukrainian: люб'язний, ласкавий, благородний, ні́жний; Welsh: tyner

Lexicon Thucydideum

blandus, flattering, ingratiating, 6.77.2.