πλείων
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
πλέων, ὁ, ἡ, neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),
A more, of number, size, extent, etc., οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739; πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op.380; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than... Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr.731; ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39; πλείω τὸν πλοῦν . . ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti.75c; μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R.435d, etc.; of Time, longer, π. χρόνος Hdt. 9.111, S.Ant.74; πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252. 2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277; οἱ πλεῦνες Hdt.1.106, etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead, ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec.1073; εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42 (Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of... Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC1211 (lyr.); τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17, cf. 92. II pecul. usages of neut.: 1 as a Noun, more, πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19, etc.; εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp.158 (Musgr. for τί δὲ . .); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing, τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT1189 (lyr.); τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118, etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen.661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R.343d, 349b, etc.; τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18: more fully, μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606; π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29; π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4, etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful, βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Pl.Ap.19a; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.; παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT918; οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b; οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp.284; οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA1373, And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht.161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.; τί π. πλουτεῖν . . πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl.531; τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel.322; τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1 (Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); also οὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4 (= And.1.7), cf. D.35.31; ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28; οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R.341a; τί τὸ π.; Epigr.Gr.306a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr.261b, etc.: c. gen., beyond, ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9 (but, ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας to surpassing height in . ., Theoc.1.20); also ὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC1219 codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV. 2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief... Hdt.8.100; οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41; σέ . . τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT700; ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 (Syracuse); also τὸ π., Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much... as . ., Id.1.83. b with Numerals, τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6; οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.); π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3:—in this sense a short form πλεῖν is used by Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.), πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach.858; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444; στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6, cf. Nu.1041, 1065, al.; πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys.589; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18, cf. 91; πλεῖν (πλεῖον codd.) ἢ πέντε τάλαντα D.21.173; πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10; ἤ is freq. omitted, πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av.1251; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap.17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg.932c; τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16; λίθους . . ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16: with number in gen., κώμας . . οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34, cf. 7.3.12. c Com., πλεῖν ἢ μαίνομαι more than to madness, Ar. Ra.103,751. d pl. πλείω used like πλέον, Th.1.3, Pl.R.417b, D. 23.213, etc.; τὰ π. Th.1.81; πλέω A.Ag.868 codd. e regul. Adv. πλειόνως Aen.Tact.7.4, J.AJ17.1.1. B FORMS: Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI5125 B8, also πλίαδ (δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl. πλεόνεσσι Il.13.739 (πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut. πλίον Leg.Gort.1.37, al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; Aeol. πλήων Hdn.Gr.2.431, also late Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); Att. Inscrr. have -ει- always before -ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but -ε- and -ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον).
German (Pape)
[Seite 628] πλεῖον, ονος, im masc. u. fem. auch bei den Attikern gebräuchlicher als πλέων, compar. zu πολύς, mehr, sowohl von der Zahl als von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσι, den größern Theil des Krieges, Il. 1, 165, vgl. Od. 8, 475; αἰδομένων δ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται, Il. 5, 531; ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους, Od. 9, 48; πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες, 22, 353; κήδεσι μ οχθήσειν καὶ πλείοσιν, Il. 10, 106; μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι, 13, 739, u. öfter; πλέονα λόγον γενέσθαι, Pind. N. 7, 20, u. öfter, οἱ πλέονες, die Mehrzahl, die Meisten. Il. 5, 673 O, d. 2. 277; eben so Her. οἱ πλεῦνες, αἱ πλεῦνες. 1, 106. 199. 2, 120. 7, 149, auch c. gen., αἱ πλεῦνες τῶν γυναικῶν, 1, 1; dah. der große Hause, das gemeine Volk, im Ggstz der Vornehmen, 7, 149. Auch euphemistisch, die Todten, ἐς πλεόνων ἱκέσθαι, wie ἐς Ἅιδου, Crinag. 30 (XI, 42); Leon. Tar. 79 (VII, 731); ἡ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων, Ar. Eccl. 1073. – Πλέων νύξ, der größere Theil der Nacht, Il. 10, 252; πλέων χρόνος, mehr, längere Zeit, Soph. Ant. 74, u. öfter, wie in Prosa: Her. 9, 111; πλείονι καὶ ἐλάττονι χρόνῳ, Plat. Parm. 154 d, u. sonst; πλέω στρατόν, Her. 6, 28; πλέω στρατιήν, 6, 81; τὸ πλεῦν, zumeist, meistens, 3, 52; ἐπὶ πλέον, mehr und mehr, 2, 171. 5, 51. 125; ἐπὶ πλείω, Soph. O. C. 1774 (wird auch ἐπίπλεον als ein Wort geschrieben); περὶ πλέονος ποιεῖσθαι, höher schätzen, Her. u. Folgde überall; – πλέον φρονεῖν, Soph. Phil. 807; – τὸ πλέον τινός, der höhere Grad einer Sache, ἐπὶ τὸ πλέον ἱκέσθαι τινός, d. i. bis zum höchsten Grade einer Sache gelangen, vgl. Theocr. 1, 20. 3, 47, πλέον ἔχειν, mehr haben, voraus haben, Vorzug, Vortheil, Gewinn haben, auch übertreffen, wie πλεονεκτέω, c. gen., Her. 9, 70, wie Xen. Cyr. 7, 5, 61; u. eben so πλέον τινὸς φέρεσθαι, Her. 8, 29; aber πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη, seine Meinung ging mehr dahin, 8, 100; auch vollständig, πλεῖον μοίρης ἔχειν, Theogn. 606; ἐς πλέον ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, weiter kommen, mehr ausrichten, Soph. O. R. 911; οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων, es half Nichts, brachte keinen Gewinn, Her. 9, 41. 107. 121 u. öfter; τί ἔσται πλέον τινί, was wird es helfen? was wird er weiter davon haben? Antiph. 5, 95; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 34; πλέον γίγνεται τοῖς ἄλλοις, Isocr. 4, 7; ὧν οὐδέν μοι πλέον γέγονε, wovon mir Nichts gelungen ist, 15, 28; vgl. Dem. Lpt. 7; vgl. Plat. πλέον τι οἰόμενος εἶναι λόγους γεγραμμένους τὸν εἰδότα ὑπομνῆσαι, Phaedr. 275 c; οὐδὲν γάρ μοι πλέον ἦν, Conv. 217 c; ἄν τι καὶ σμικρὸν πλέον ἑκάστοτε ἡγῶνται ἔσεσθαί σφισιν, Legg. III, 697 d; μηδὲν πλέον αὐτῷ γένηται, Conv. 222 d; auch eben so οὐδὲν πλέον ποιήσετε, Phaed. 115 c; Theaet. 200 c; βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον, ich wünschte durch meine Vertheidigung Etwas ausrichten zu können, Apol. 19 a; ἐπὶ πλέον εἶναι ἤ, Euthyd. 290 b; vgl. ἢ ἔχεις τι λέγειν ἐπὶ πλέον τὴν ῥητορικὴν δύνασθαι ἤ, Gorg. 453 a. – Bei Zahlenbegriffen fällt, wie im Lat. quam nach plus, ἤ auch zuweilen weg, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, Plat. Apol. 17 d; und die Zahl geht auch in den gen. über, οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπέχειν, Xen. An. 3, 2, 34. 7, 3, 12; bemerke noch μισθὸς ὠφείλετο πλέον ἢ τριῶν μηνῶν, ib. 1, 2, 11, womit Krüger vergleicht μυριάδας πλέον ἢ δώδεκα, ib. 5, 6, 9, u. Thuc. 4, 72. – Bloß episch ist der nom. u. acc. plur. πλέες, πλέας (s. oben); ion. u. dor. ist die Zusammenziehung πλεῦν für πλέον, πλεῦνος, πλεῦνες u. ä. für πλέονος, πλέονες u. s. w. – Ein besonderer Atticismus ist πλεῖν, nom. u. acc. sing. für πλέον, der nur in Zahlverbindungen, wie πλεῖν ἢ μύριοι, Ar. Av. 6 Nubb. 1041 u. öfter gebraucht ist. – Ion. dat. plur. πλεόνεσι, Her. 7, 224. – Bei Hom. u. Hes. wechseln übrigens die Formen πλείων u. πλέων nach Versbedarf, doch ist letztere, bes. im plur., häufiger;, dat. πλείοσι u. πλεόνεσσι; in att. Prosa ist πλείων, πλέον die gebräuchlichste Form, letzteres besonders in adverbialen Beziehungen, dagegen in der zusammengezogenen Form πλείους, πλείω vorherrschend; aber im nom. plur. bleibt πλέω das Herrschende, vgl. Reisig conj. Arist. p. 43 u. Buttm. Gramm. – Spätere verbinden sogar diese Form πλέω mit einem subst. sing. num., vgl. Wess. D. Sic. 1, 63 u. Schäf. D. L. p. 229.
Greek (Liddell-Scott)
πλείων: πλέων, ὁ, ἡ, οὐδ. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, συγκρ. τοῦ πολύς· (περὶ τῶν τύπων ἴδε ἐν τέλ.)· ― πλειότερος, Ὅμ., κλ.· οὐ μόνον ἐπὶ ἀριθμοῦ ἀλλὰ καὶ καθόλου ἐπὶ μεγέθους, ἐκτάσεως, κτλ., ὡς τὸ πλεῖστος, οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Ἰλ. Ν. 739· πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 378· ἐς πλέονας οἰκεῖν, διοικεῖν πρὸς τὸ συμφέρον τῶν πλειόνων, Θουκ. 2. 37· πλέον’ ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος, ἢ πάθεν, μεγαλείτερον παρά..., Πινδ. Ν. 7. 29· τὸν πλείω λόγον, πάντα περαιτέρω λόγον, Σοφ. Τρ. 731· ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει Ξεν. Κύρ. 7. 5, 29· πλείω τὸν πλοῦν, τὸ περισσότερον μέρος τοῦ πλοῦ, Θουκ. 8. 39· ὁ πλ. βίος, μακροτέρα ζωή, Πλάτ. Τίμ. 75C· μακροτέρα καὶ πλ. ὁδὸς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 435D, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, μείζων, μακρότερος, πλείων χρόνος Ἡρόδ. 9. 111, Σοφ. Ἀντ. 74· παρῴχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, νὺξ δὲ παρῆλθε πλέων τῶν δύο μοιρῶν, ἢ πλέον ἢ δύο μοίρας, Ἰλ. Κ. 252. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ πλέονες, «οἱ πλείονες», ὡς τὸ οἱ πολλοί, ὁ ὄχλος, τὸ πλῆθος, Ἰλ. Ε. 673, Ὀδ. Β. 277· οἱ πλεῦνες Ἡρόδ. 1. 106, κτλ.· μετὰ γεν. τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν 1. 1· ― τὸ πλῆθος, ὁ λαός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀρχηγούς, 7. 149, Θουκ. 8. 73, 89, κτλ.· ― κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλεόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073· εὖτ’ ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων, ὡς τὸ ἐς Ἄιδου, Ἀνθ. Π. 11. 42· ἐς πλεόνων μετοικεσίην 7. 731· ― τὸ πλεῖον πολέμοιο, τὸ περισσότερον μέρος τοῦ π., Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Θ. 475· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ., ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῦ μετρίου, Σοφ. Ο. Κ. 1211· τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγεσθαι Θουκ. 4. 17, πρβλ. 92. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ οὐδ.: 1) ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετον τῷ ἔλαττον, πλεῦν ἔτι τούτου Ἡρόδ. 2. 19, κτλ. · εἴ τι ἐνορῶ πλέον 1. 89· τὸ δὲ πλέον, τὸ δὲ σπουδαιότερον, τὸ δὲ πλέον, ἧλθον Ἀμφιάρεώ γε πρὸς βίαν Εὐρ. Ἱκέτ. 158 (κατὰ τὸν Musgr. ἀντὶ τοῦ τί δέ...), Θουκ. 1. 90., 7. 57, κτλ. · ― πλέον ἢ τὸ πλέον τινός, ὁ ἀνώτερος βαθμὸς πράγματός τινος, πλέον τᾶς εὐδαιμονίας Σοφ. Ο. Τ. 1189· τὸ πλ. τοῦ χρόνου, τὸ πλειότερον μέρος, Θουκ. 1. 118, κτλ.· τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ πλεῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 408· ― πλέον ἔχω, ὑπερτερῶ, ὑπερβάλλω, κερδαίνω, νικῶ, Θουκ. 7. 36· ὡσαύτως ὡς τὸ πλεονεκτέω, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Πολ. 343D, 349B, κτλ.· τὸ πλ. ἔχειν πάντων Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18· πληρέστερον πλεῖον μοίρης ἔχειν Θέογν. 606· οὕτω, πλέον τινὸς φέρεσθαι, ἀντίθετον τῷ ἔλαττον ἔχειν, Ἡρόδ. 8, 29· πλ. φέρεσθαι τῶν ἄλλων Ἀνδοκ. 29. 18, κτλ.· ὡσαύτως πλέον ποιεῖν, ὡς βουλοίμην πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· οὐδὲν πλ. ποιεῖν Ἀνδ. 19. 27., 29. 32, Πλάτ. Φαίδων 115C, κτλ.· παραινοῦσ’ οὐδὲν ἐς πλ. ποιῶ Σοφ. Ο. Τ. 918, πρβλ. Ἀθήν. 344Β· οὐδὲν εἴργασμαι πλ. Εὐρ. Ἱππ. 284· οὐδὲν πλ. πράσσειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1373, Ἀνδοκ. 31. 41, κτλ.· οὐδὲν ἐπίσταμαι πλ., δὲν γνωρίζω περισσότερα, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ― τί πλέον; τί περισσότερον; δηλ. εἰς τί δύναται νὰ ὠφελήσῃ ἢ νὰ χρησιμεύσῃ, Ἀντιφῶν 140. 42, κτλ.· τί πλ. πλουτεῖν ἐστιν πάντων τούτων ἀποροῦντα; Ἀριστοφ. Πλ. 531· τί σοι πλέον λυπουμένῃ γένοιτ’ ἂν; Εὐρ. Ἑλ. 323· οὕτως, οὐδὲν ἦν ἔτι πλέον τοῖς πεπονθόσιν Ἀνδοκ. 2. 4, πρβλ. Δημ. 933 8· ὧν οὐδέν μοι πλ. γέγονε Ἰσοκρ. 315D· οὐδέν γέ σοι πλ. ἔσται Πλάτ. Πολ. 341Α· τί τὸ πλέον; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 306a. 3· ― ἐπὶ πλέον, ἐπιρρημ., ὡς καὶ νῦν, εἰδότι μοι ἐπὶ πλέον ὡς ἕκαστα αὐτῶν ἔχει Ἡρόδ. 2. 171., 5. 51, Θουκ. 1. 9., 6. 54, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· καὶ μετὰ γεν., πέραν, ἐπὶ τὸ πλ. τινὸς ἱκέσθαι, εἰς τὸ ἄκρον, εἰς τὸ τέλειον, Θεόκρ. 1. 20, πρβλ. 3. 47· ― περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, ἴδε ἐν λ. περὶ Α. IV. 2) ὡς ἐπίρρ., μᾶλλον, περισσότερον, πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα, ἡ γνώμη του ἔκλινε μᾶλλον εἰς τὸ νά…, Ἡρόδ. 8. 100· οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον; Αἰσχύλ. Πρ. 41· οὕτως, ἐς πλέον Σοφ. Ο. Τ. 700· ἢ πλ. ἢ ἔλαττον Δημ. 269. 7, κτλ. · ― ὡσαύτως, τὸ πλέον, Ἰων. τὸ πλεῦν, κατὰ τὸ πλεῖστον, Ἡρόδ. 3. 52, Θουκ. 4. 27, κτλ.· τὸ πλ. = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ πλ. ἢ φόβῳ ὁ αὐτ. 1. 9, πρβλ. 2. 37· οὐχ ὅπλων τὸ πλ., ἀλλὰ δαπάνης, οὐχὶ τόσον..., ὅσον…, ὁ αὐτ. 1. 83. β) μετ’ ἀριθμητικῶν, τοξότας πλ. ἢ εἴκοσι μυριάδας Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6· οἶκος πλέον ἢ δ’ ταλάντων Ἰσαῖ. 82. 14· ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι Δημ. 744. 23· πλ. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ Ξεν. Οἰκ. 21, 3· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ συνῃρ. τύπος πλεῖν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ., πλεῖν ἢ τριάκονθ’ ἡμέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 858· πλεῖν ἢ χιλίας (δηλ. δραχμὰς) ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 444· στάδια πλεῖν ἢ χίλια ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 6. πρβλ. Νεφ. 1041, 1065, κ. ἀλλ.· πλεῖν ἤ γε διπλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 589· πλεῖν ἢ ’νιαυτῷ πρεσβύτερος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 18, πρβλ. 91· πλεῖν ἢ πέντε τάλαντα Δημ. 570. 16· πλεῖν ἢ δυεῖν ποδοῖν Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀλλὰ τὸ ἢ συχνάκις παραλείπεται ὡς ἐν τῇ Λατ. τὸ quam μετὰ τὸ plus, τὸ δὲ ἀριθμητικὸν μένει ἀμετάβλητον, πλεῖν ἑξακοσίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1251· οὕτως, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, plus septuaginta natus, Πλάτ. Ἀπολ. 17D· δέκα πλείοσιν ἔτεσι, ἀντὶ πλέον ἢ δέκα ἔτεσι, Πλάτ. Νόμ. 932C· ὡσαύτως, τρεῖς μῆνας καὶ πλείω Ξεν. Ἑλλ. 2, 2, 16· λίθους… ὅσον μνααίους καὶ πλέον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 1. 16· ― ἀλλὰ τὸ ἀριθμητικὸν συχν. τίθεται κατὰ γενικήν, κώμας... οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 34, πρβλ. 7. 3, 12. γ) παρὰ τοῖς κωμ. εὑρίσκομεν τὴν φράσιν, πλεῖν ἢ μαίνομαι, «πλέον ἢ μαίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, τουτέστιν ὑπερβαλλόντως μοι ἀρέσκει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 103, 751. δ) ὡς ἐπίρρ. μετ’ ἄλλου συγκριτικοῦ, Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 624· καὶ ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ μᾶλλον, Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Ἴωνα σ. xii. δ) τὸ πληθ. πλείω κεῖται ὡσαύτως ὡς τὸ πλέον, Θουκ. 1. 3, 81, Πλάτ. Πολ. 417C, Δημ. 691. 14, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 868, 1068, 1299, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι πλέω = πλέον. Β. ΤΥΠΟΙ· ― ὁ Ὅμ., ὡς καὶ ὁ Ἡσ. ἔχουσι τοὺς τύπους πλείων ἢ πλέων κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ στίχου: παρ’ Ἀττ. ὁ συνήθης τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι πλείων· ἀλλ’ οἱ Τραγ. χρῶνται τῷ τύπῳ πλέων χάριν τοῦ μέτρου, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 88· ἐν τῷ οὐδετέρῳ σύνηθες εἶναι τὸ πλέον, μάλιστα ὅταν πλησιάζῃ εἰς τὴν ἐπιρρηματικὴν σημασίαν· ― ἐκ τῶν Ἀττικῶν συνῃρημένων τύπων τὰ πλείω, πλείους, εἶναι ἂν μὴ τὰ μόνα ἐν χρήσει ἀλλὰ βεβαίως εἶναι παλαιότερα καὶ δοκιμώτερα· τὸ οὐδ. πληθ. πλείω εὕρηται συχν. ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἀντὶ τοῦ πλεῖον ἢ πλείους, ὡς συμβαίνει καὶ εἰς τὸ μείζω, τὸ βελτίω, κτλ., L. Dind. εἰς Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16. ― Ἡ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πλέες, πλέᾰς, Ἰλ. Β. 129, Λ. 395 εἶναι μόνον Ἐπικ. · τὸ συνῃρ. πλεῖς ἔν τινι Δωρ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 39) εἶναι ἀμφίβ., ἴδε Böckh.· ― Ἐπικ. δοτ. πληθ. πλεόνεσσι Ἰλ. Α. 281, κτλ.· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ πλεόνεσι ἐν Ἡροδ. 7. 224, ὁ Dind. διορθοῖ πλέοσι, π. Διαλ. Ἡροδ. xiv. ― Οἱ συνῃρ. τύποι πλεῦν, πλεῦνος, πλεῦνες εἶναι Ἰων. καὶ Δωρ., καὶ παρ’ Ἡροδ. ἐπικρατοῦσι: πλεῖν, ὀνομ. καὶ αἰτ. ἑνικ. οὐδετ. ἀντὶ τοῦ πλέον, δεῖν ἀντὶ τοῦ δέον, εἶναι ἰδίως Ἀττ., ἀλλὰ μόνον μετ’ ἀριθμητικῶν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. β καὶ γ.