πετάννυμι

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετάννῡμι Medium diacritics: πετάννυμι Low diacritics: πετάννυμι Capitals: ΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: petánnymi Transliteration B: petannymi Transliteration C: petannymi Beta Code: peta/nnumi

English (LSJ)

and πεταννύω (ἀνα-) ; later πετάω (ἀνα-) Luc.Cal.21 ; poet. πίτνημι (q.v.): fut. πετάσω (ἐκ-) E.IT1135 (lyr.); Att. πετῶ (ἀνα-) Men.26,458: aor. ἐπέτᾰσα (κατ-) Ar.Pl.731, etc.; Ep. πέτασα, πέτασσα, Hom. (v. infr.): pf. πεπέτακα (δια-) D.S.17.115 :—Med., Ep. aor.

   A πετάσαντο Nonn.D.2.704:—Pass., aor. ἐπετάσθην, Ep. πετ-, Od.21.50, (ἐκ-) E.Cyc.497 (lyr.): pf. πέπταμαι Hom. (v. infr.), πεπέτασμαι (ἐκ-) Orac. ap. Hdt.1.62, (παρα-) Plb.33.5.2, (ἀνα-) Pl.Phd.111c, Luc.Gall. 29 : plpf. ἐπέπτατο, Ep. πέπτ- Il.17.371 : forms prop. belonging to πέτομαι are ἀνα-πτάς Zenod. in Il.1.351 ; ἀνα-πτάμεναι (for -πεπτάμεναι) πύλαι Parm.1.18 ; conversely πετασθέντα in signf. fly, Sotion p.186 W.—The simple Verb is rare exc. in aor. Act. and Pass., and pf. Pass.; cf. ἀνα-, δια-, κατα-, περι-πετάννυμι :—spread out, οὔρῳ πέτασ' ἱστία Od.5.269 ; [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα 6.94 ; χεῖρε πετάσσας, of one swimming, 5.374 ; ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Il. 4.523, 13.549 : abs., πετάσας opening his doors, Theoc.16.6: metaph., θυμὸν πετάσαι 'flutter', elate one's heart, Od.18.160 :—Pass., mostly pf., to be spread on all sides, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Il.5.195 ; αἴθρη πέπταται ἀνέφελος Od.6.45 ; πέπτατο δ' αὐγὴ Ἡελίου Il.17.371 ; part., spread wide, opened wide, of folding doors, πεπταμέναι πύλαι 21.531 ; also πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος ib.538 ; θύρετρα . . πετάσθησαν Od. 21.50 ; later κῶας πεπταμένον A.R.2.405 ; πεπτ. πέλαγος the open sea, Arat.288 ; ὄστρεον χείλεσι πεπτ. AP9.86 (Antiphil.); πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες Opp.C.3.106 ; also ὡς ἄνεμος ἐπετάσθη was scattered abroad, dispersed, of death, Riv.Fil.57.380 (Crete). (Cf. Lat. pateo, OE. fæpm 'fathom'.)

German (Pape)

[Seite 604] fut. πετάσω, att. πετῶ, aor. ἐπέτασα, ep. πέτασσα, perf. pass. πέπταμαι, selten πεπέτασμαι, Orak. bei Her. 1, 62, ἀναπεπέτασται, Luc. somn. 29, aor. pass. ἐπετάσθην; – ausbreiten; aus einander falten, wie Gewänder, Od. 6, 94; Segel, 5, 269, vgl. Il. 1, 480. 8, 441 Od. 1, 130; χεῖρε, beide Arme ausbreiten, bes. gegen Einen, ihn zu umarmen, od. ihn anzuflehen, Il. 4, 523. 15, 549; von Thürflügeln, sie aus einander schlagen, öffnen, πύλαι πεπταμέναι, geöffnete Thürflügel, 21, 531, vgl. 538 Od. 21, 50; übertr., θυμὸν πετάσαι, das Herz weit machen, es in sehnsüchtigem Verlangen schwellen, 18, 160; pass. sich nach allen Seiten hin ausbreiten, ausdehnen, αἴθρη πέπταται ἀνέφελος, αἴγλη Ἠελίοιο πέπταται, Od. 6, 45 Il. 17, 371; sonst noch sp. D.: πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Opp. Cyn. 3, 106; πεπταμένον κῶας, Ap. Rh. 2, 405; Anth. – Vgl. noch πιτνάω, πίτνημι; verwandt ist pateo, auch πέτομαι, wahrscheinlich auch πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πετάννῡμι: καὶ -ύω μεταγεν. πετάω (ἀνα-) Λουκ. π. Διαβολ. 21· ποιητ. πίτνημι, (ὃ ἴδε)· ― μέλλ. πετάσω (ἐκ-) Εὐρ. Ι. Τ. 1135, Ἀττ. πετῶ (ἀνα-) Κωμικ. Ἀπόσπ. 4. 77, 104· ― ἀόρ. ἐπέτᾰσα (κατ-) Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 731, κτλ.· Ἐπικ. πέτασα, πέτασσα Ὅμ.· ― πρκμ. πεπέτακα (δια-) Διοδ. Σικελ. 17. 115. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. πετάσαντο Νόνν. Δ. 2. 704: ― Παθ., ἀόρ. ἐπετάσθην, Ἐπικ. πετ-, Ὅμ., Εὐρ.· πρκμ. πέπταμαι Ὅμ., ὡσαύτως πεπέτασμαι (ἐκ-) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62, (παρα-) Πολύβ. 33. 3, 2, (ἀνα-) Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 29· ― ὑπερσ. ἐπέπτατο, Ἐπικ. πέπτ-, Ἰλ. Ρ. 371, Ἀριστοφ. Ὄρν. 48. ― τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα σχεδὸν δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ ἐν τῷ ἀορ. ἐνεργ. καὶ παθ., καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ.· πρβλ. ἀνα-, δια-, κατα-, περι-πετάννυμι. (Ἐκ τῆς √ΠΕΤ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πέταλος, πέταλον, πέτασος, πέταχνον, ὡσαύτως πίτνημι, καὶ ἴσως πτελέα· πρβλ. Λατ. pat-eo, pat-ulus, patina.) ― Ἁπλώνω, ἀνοίγω, ἐκτείνω, οὔρῳ πέτασ’ ἱστία Ὀδ. Ε. 269, πρβλ. Ζ. 94· [εἵματα] πέτασαν παρὰ θῖνα Ζ. 94· χεῖρε πετάσσας νηχέμεναι μεμαώς, ἐπὶ ἀνθρώπου προσπαθοῦντος νὰ κολυμβήσῃ, Ὀδ. Ε. 374· ἄμφω χεῖρε φίλοις ἑτάροισι πετάσσας Ἰλ. Δ. 523, Ν. 549· μεταφορ., ὅπως πετάσειε... θυμὸν μνηστήρων, ὅπως δώσῃ θάρρος εἰς αὐτούς, τοὺς κάμῃ νὰ ἀνοίξῃ ἡ καρδία των, Ὀδ. Σ. 159. ― Παθ., τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκτείνομαι καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἁπλώνομαι, ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται Ἰλ. Ε. 195· αἴθρη πέπταται ἀνέφελος Ὀδ. Ζ. 45· πέπτατο δ’ αὐγὴ Ἠελίου Ἰλ. Ρ. 371· ἐπὶ θυρῶν, πύλαι πεπταμέναι, ἀνεῳγμέναι, Φ. 531· οὕτω, πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος αὐτόθι 538· πετάσθησαν Ὀδ. Φ. 50· μεταγεν. ὡσαύτως, πεπταμένον κῶας Ἀπολ. Ρόδ. Β. 405· πεπτ. πέλαγος, τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 288· ὄστρεον χείλεσι πεπτ. Ἀνθ. Π. 9. 86· πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Λατ. circumfusae, Ὀππ. Κ. 3. 106. ― Ἐν Ἰλ. Α. 351, ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω χεῖρας ἀναπτὰς (ἀντὶ τοῦ χεῖρας ὀρεγνύς), καὶ ἐν Παρμεν. 18, εὕρηται μετοχ. ἀορ. ἀναπτάμενος ἀνοίξας, ὡς εἰ οἱ τύποι ἔπτην, ἐπτάμην ἦσαν ἀόρ. τούτου τοῦ ῥήμ. ὡς ῥήμ. ὡς καὶ τοῦ πέταμαι.

French (Bailly abrégé)

f. πετάσω, att. πετῶ, ao. ἐπέτασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπετάσθην, pf. πεπέτασμαι et πέπταμαι;
déployer, acc. : χεῖρε, déployer, ouvrir les deux bras ; τινί, pour embrasser ou supplier qqn ; πύλαι πεπταμέναι IL portes toutes grandes ouvertes ; fig. θυμὸν πετάσαι OD ouvrir, càd épanouir son cœur en lui inspirant des désirs ardents;
Moy. πετάννυμαι se déployer, se répandre.
Étymologie: R. Πετ, se déployer ; cf. πέταλον, πίτνημι, lat. pateo, patulus.

Greek Monolingual

και πεταννύω, ΜΑ
1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν' ἁλός», Ομ. Οδ.
β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.)
2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας
3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα καὶ τὰς παλάμας», Ιωάνν. Ελεήμ.)
αρχ.
1. προθυμοποιούμαι, απλώνω τα χέρια για να υποδεχθώ
2. παθ. πετάννυμαι
(για θύρες) ανοίγω, είμαι ανοιχτός
3. φρ. «θυμὸν πετάσαι» — το να δίνει κανείς θάρρος σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πετάννυμι ανάγεται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «απλώνω, εκτείνω», η οποία απαντά ως δισύλλαβη petā- και ως μονοσύλλαβη pet- και συνδέεται με λατ. pateo «είμαι ανοιχτός», patulus «ανοιχτός, ευρύς», αβεστ. paθana- «μεγάλος, πελώριος», αρχ. άνω γερμ. fedel-gold «φύλλο χρυσού» (με επίθημα -l-, πρβλ. πέτα-λ-ον). Ο αρχαιότερος τ. ενεστ. του ρ. είναι ο τ. πίτνημι (< pot-n-eә2-) με το έρρινο ένθημα -ν- (πρβλ. κίρ-ν-ημι, σκίδ-ν-ημι). Ο τ. πετάννυμι (< πετάσ-νυ-μι) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. -πέτασ-α (με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο) με ενεστωτικό επίθημα -νυ- (πρβλ. κεράννυμι: ἐκέρασα, σκεδάννυμι: ἐσκέδασα). Ο παρακμ. πέ-πτα-μαι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο) εμφανίζει υστερογενές -- βραχύ, σε αντίθεση προς το -- του κέκρᾱμαι (βλ. λ. κεράννυμι). Τέλος, από το ρ. πετάννυμι (πρβλ. πέταλον) προέρχονται τα ανθρωπωνύμια Πέταλος, το οποίο μαρτυρείται πιθ. ήδη στη Μυκηναϊκή, Πατάλας, Πετάλη, Πεταλώ].