ναίω

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναίω Medium diacritics: ναίω Low diacritics: ναίω Capitals: ΝΑΙΩ
Transliteration A: naíō Transliteration B: naiō Transliteration C: naio Beta Code: nai/w

English (LSJ)

poet. Verb, Act. (intr.) only in pres. and impf. (Ep.

   A ναίεσκον Il.5.708), fut. and aor. in causal and Med. and Pass. forms, v. infr. 11, 111:    1 of persons, dwell, abide, mostly folld. by a Prep. of Place, ἐν Λῃ, etc., Il.l.c., etc.; ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο 16.719; ἐπ' ἄκρων ὀρέων S. OT1105 (lyr.); κατὰ πτόλιν Il.2.130; ἀν' οὔρεα Hes.Th.130; πὰρ ποταμόν Il.2.522; ὑπὸ Πλάκῳ 6.396: c. dat. loci, αἰθέρι ναίων 2.412, Hes. Op.18, etc.; ν. μετά τινος S.Ph.1105 (lyr.): metaph., τὴν σὴν δ' ὁμοῦ ναίουσαν [ὀργήν] Id.OT338; τὰν ἀρετὰν ναίειν ἐπὶ πέτραις Simon.58: with Adv., [κακότης] ἐγγύθι ναίει Hes.Op.288; ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι A.Pr.794. b. c. acc. loci, dwell in, inhabit, οἰκία, δώματα, Od.20.288, Hes.Op.8, cf. Pi.P.7.5, al.; ἅλα, πλάκας ὀρέων, E.Hel.1584, Ba. 719; freq. with place-names, Il.2.615, Alex.22, etc.: metaph., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἄγησίλα dub. in Pi.Fr.123.10; of the statues of gods, πρόπυλα ναίουσιν τάδε S.El.1375:—Pass., to be inhabited, Id.Fr. 1125 (in aor. ἐνάσθη), etc.; πολίταις Theoc.16.88; ὑπ' ἀνδράσι A.R.1.794.    2 of places, lie, be situated, once in Hom., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός Il.2.626; ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σὺ μέν που ναίεις ἁλίπλακτος S. Aj.598 (lyr.).    II causal, in Ep. aor. ἔνασσα or νάσσα, Med. ἐνασσάμην:    1 c. acc. loci, give one to dwell in, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν I would have given him a town in Argos for his home, Od.4.174; make habitable, build, νηὸν ἔνασσαν h.Ap.298; settle, Εὔβοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pi.Pae.5.36:—in Med., found, μυρία δ' ἄστη νάσσατ' ἐποιχόμενος A.R.4.275:—in Pass., of places, like Act.1.2, to be situated, πολίων εὖ ναιομενάων Il.3.400, al.    2 c. acc. pers., let one dwell, settle him, ἐν Ἄργει ἔνασσεν Ἡρακλέος ἐκγόνους Pi.P.5.71:— in Med., νάσσατο κούρην A.R.4.567.    III Med. and Pass. in act. sense, fut. νάσσομαι Id.2.747: Ep. aor. 1 νάσσατο Hes.Op.639, Dem.Bith.6, Philet.24; later 3pl. ναιήσαντο D.P.349: pf. νένασται IG14.1389i8; part. νενασμένος D.P.264: aor. Pass. ἐνάσθην, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη my father settled at Argos, Il.14.119.—More freq. in Compos. with ἀπό, κατά.

German (Pape)

[Seite 227] (ναώ), 1) nach B. A. 1096 sicilisch = οἰκέω, wohnen, von Göttern u. Menschen, gew. mit Präpositionen; ναίουσι κατὰ πτόλιν, Il. 2, 130; ἐν πόλει, 5, 543 u. öfter; ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσι, 16, 235; ὑπὸ Πλάκῳ, 6, 396; πὰρ Πριάμῳ, 13, 176; περὶ ὄρος, 2, 758; παρὰ ποταμόν, 2, 522; πέρην Εὐβοίης, 535; auch mit dem bloßen dat., Φρυγίῃ ναίεσκε, Il. 16, 719; Ζεὺς αἰθέρι ναίων, 4, 166; Hes. O. 18. So auch die folgdn Dichter, ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες, Pind. P. 1, 64; πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, Aesch. Prom. 811, öfter, nur im praes. u. impf., wie die anderen Tragg.; τῇδ' ὁμοῦ ναίειν πόλει, Soph. O. C. 953, ἐπ' ἄκρων ὀρέων, O. R. 1105, vgl. Phil. 1105; ἐπὶ ξένῳ χθονί, Eur. Med. 436, κατ' οὐρανόν, Hipp. 68, öfter; sp. D. – Auch von Ländern, Inseln, Städten, gelegen sein, bewohnt werden, wie ναιετάω; νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλός, Il. 2, 626; Soph. ὦ Σαλαμίς· σὺ μέν που ναίεις ἁλίπλακτος εὐδαίμων, Ai. 594; bei sp. D. nachgeahmt, wie bei Ap. Rh. – 2) trans.; – a) bewohnen, c. accus., οἳ δ' Ἀσπληδόνα ναῖον, Il. 2, 511, ναίοιτε Τροίην, 3, 74, öfter; Ὕλῃ ἔνι οἰκία ναίων, 7, 221; Σάμῃ δ' ἐνὶ οἰκία ναῖεν, Od. 20, 288; danach richtig (für δώμασι) θεὰ δ' ἐν δώματα ναίει, 1, 51; ὅθι κλυτὰ δώματα ναίω, 24, 304; ὀρέων ναίουσι κάρηνα, 9, 113; Hes. u. folgde Dichter; ὄχθαις ἔπι ναίεις Ἀκράγαντος κο λώναν, Pind. P. 12, 3; ναίετε ἕδραν, Ol. 14, 2; πόλιν, I. 5, 62 P. 7, 6; oft bei Tragg., auch nur im praes. und impf., πλεκτὰς στέγας, Aesch. Prom. 712, χθόνα, Spt. 713, πάτραν, Pers. 182, δώματα, Suppl. 949, τόπους, Soph. O. C. 84, ὦ Βακχεῦ Θήβαν ναίων, Ant. 1110; allgemeiner, sich aufhalten, O. C. 118. 136; ξένην πόλιν, Eur. Phoen. 373 u. öfter. – Pass., εὖ ναιόμενα πτολίεθρα u. ä., von Einigen zusammengeschrieben εὐναιόμενα; über das von den Alten hierhergerechnete νέαται s. νέατος; τὰν ἀγχιστεύουσαν γᾶν Ἰονίῳ ναίεσθαι πόντῳ, Eur. Troad. 225. – b) wohnen lassen, ansiedeln, ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκᾶντας Ἡρακλέος ἐκγόνους, Pind. P. 5, 64; u. so pass., πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη, Il. 14, 119, wurde in Argos angesiedelt, ließ sich dort nieder, wie ἐννάσθη, Ap. Rh. 3, 1151, u. νενασμένοι, D. Per. 264. 1032. Schwieriger ist Od. 4, 174, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν καὶ δώματ' ἔτευξα, was nicht heißen kann »ich hätte ihm eine Stadt in Argos gebau't«, weil 176 folgt μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, sondern heißen müßte »ich hätte ihm eine Stadt mit seinen Leuten zu bevölkern gegeben«, wogegen Nitzsch in der Anm. zu der Stelle Zweifel erhebt. Das med. hat Hes. O. 641, νάσσατο ἄγχ' Ἐλικῶνος ὀϊζτρῇ ἐνὶ κώμῃ, er siedelte sich an; s. auch ἀποναίω; ὅτε νάσσεσθαι ἔμελλον γῆν, Ap. Rh. 2, 747, bewohnen. – 3) fließen (vgl. νάω, νέω); ναῖον δ' ὀρῷ ἄγγεα Od. 9, 222 (Andere lesen νᾶον), die Gefäße flossen über (waren voll, Schol. περιῤῥέοντο, ἐπεπλήρωντο, die Erkl. des Apoll. L. H. ἀντὶ τοῦ νεανικῶς, verbessert Mein. gut ἀντὶ τοῦ νέον ἰακῶς); ὃς ἔναιεν ἐν ἅλμῃ, er schwamm darin, Archestr. bei Ath. IV, 136 b. Auch An. Rh. 1, 1186 ist ναῖον v. l. für νᾶον, vgl. Schol. u. Callim. Dian. 224.

Greek (Liddell-Scott)

ναίω: (Α), ποιητ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τῷ ἐνεργ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τοῦ ἀορ. παραλαμβανομένου ἐκ τοῦ μέσ. καὶ παθ. τῆς σημασ. ΙΙ. 1) ἐπὶ προσώπων, κατοικῶ, διαμένω, τὸ πλεῖστον ἑπομένης προθέσεως δηλούσης τοπικὴν σχέσιν, ἐν Ὕλῃ, ἐν Ἤλιδι, κτλ. Ἰλ. Ε. 708, κτλ.· ῥοῇς ἔπι Σαγγαρίοιο Π. 719· ἐπ’ ἄκρων ὀρέων Σοφ. Ο. Τ. 1105· κατὰ πτόλιν Ἰλ. Β. 130· ἀν’ οὔρεα Ἡσ.· πὰρ ποταμὸν Ἰλ. Β. 522· ὑπὸ Πλάκῳ Ζ. 396· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τόπου, αἰθέρι ναίων Β. 412, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18, κτλ.· καί, ν. μετά τινος Σοφ. Φιλ. 1106· μεταφορ., τὴν σοὶ δ’ ὁμοῦ ναίουσαν [ὀργὴν] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 338· - μετ’ ἐπιρρ., ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι Αἰσχύλ. Πρ. 794. β) μετ’ αἰτ. τόπου, κατοικῶ, ἐνοικῶ, οἶκον, δῶμα, ἤπειρον, ἅλα, ὀρέων κάρηνα, κτλ., καὶ συχν. μετὰ κυρίων ὀνομ. τόπων, Ὅμ., Πίνδ., καὶ Τραγ.· μεταφορ., Πειθὼ ναίει καὶ Χάρις υἱὸν Ἀγησίλα Πινδ. Ἀποσπ. 88. 12· ἐπὶ τῶν ἀγαλμάτων τῶν θεῶν, πρόπυλα ναίουσιν τάδε Σοφ. Ἠλ. 1375· - ὡσαύτως ἐν τῷ Ἐπικ. μέλλ. νάσσομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 747. - Παθ., κατοικοῦμαι, ἄστεα δὲ προτέροισι πάλιν ναίοιτο πολίταις Θεόκρ. 16. 88· ὑπ’ ἀνδράσι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 794. 2) ἐπὶ τόπων, εὑρίσκομαι, κεῖμαι, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλὸς Ἰλ. Β. 626· ὦ κλεινὰ Σαλαμίς, σύ μέν που ναίεις ἁλίπλα(γ)κτος Σοφ. Αἴ. 598· ὡσαύτως, ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Ἠσ. Ἔργα κ. Ἡμέρ. 268· πρβλ. ναιετάω ΙΙ, καὶ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Μεταβ. ἐνεργείας, ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. ἔνασσανάσσα, 1) μετ’ αἰτ. τόπου, δίδω εἴς τινα τόπον ἵνα κατοικήσῃ ἐν αὐτῷ, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν, ἤθελον δώσει εἰς αὐτὸν πόλιν ἐν τῷ Ἄργει ὅπως κατοικήσῃ («νάσσα, ἀντὶ τοῦ κατῴκισα» Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 174· ὡσαύτως, κάμνω τι κατοικήσιμον, οἰκοδομῶ πρὸς κατοίκησιν, νηὸν ἔνασσαν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 298· - ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. ἐπὶ τόπων, ὡς τὸ ἐνεργ. Ι. 2, κεῖμαι, εὑρίσκομαι, ὡς ἐν τῷ Ὁμηρ. συνθέτῳ εὐναιόμενος· πρβλ. νέατος. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., ἐν Ἄργει ἔνασσεν ἐκγόνους Ἡρακλέος Πινδ. Π. 5. 94. - ἐντεῦθεν ὁ παθ. ἀόρ. κεῖται ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ ἐνερ. Ι. 1, πατὴρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη, ὁ πατήρ μου κατῴκησεν ἐν Ἄργει, Ἰλ. Ξ. 119, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1180· (ἀλλὰ ἐνάσθη, ἐπὶ τόπου, Σοφ. Ἀποσπ. 795)· οὕτω μεθ’ Ὅμ. ὁ μέσ. ἀόρ. νάσσατο ἄγχ’ Ἑλικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· καὶ μεταγεν., αὐτόθι ναιήσαντο Διον. Π. 349: πρκμ. νένασται Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 8· ἀλλ’ ὁ μέσ. καὶ παθ. ἀόρ. εἶναι συνηθέστεροι ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθέσ. ἀπό, κατά. - Ἡ σημασ. Ι. εἶναι συνήθης παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς· ἀλλ’ ἡ μεταβ. σημασία φαίνεται ὅλως Ἐπικ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. εἶναι ἐν χρήσει τὰ ῥήματα οἰκεῖν, οἰκίζειν. (Ὡς τὰ ναιετάω, ναέτης, ἐκ τῆς √ ΝΑΣ, πρβλ. ἐνάσθην, νένασμαι, Σανσκρ. nas, nay-é (facio ut una cum aliquo sim), ὅπερ φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν ῥίζαν ταύτην μετὰ τοῦ νέομαι, νόστος· - καὶ τὸ ῥῆμα νάσσω φαίνεται συγγενές. - Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 198.

French (Bailly abrégé)

1seul. prés., impf. ἔναιον, ao. ἔνασσα;
Pass. ao. ἐνάσθην, pf. νένασμαι;
I. intr. 1 habiter, avec ἔν τινι ou avec le dat. sans prép.;
2 en parl. de pays, d’îles, d’habitations être situé, placé : νήσων, αἳ ναίουσι πέρην ἁλός IL des îles situées de l’autre côté de la mer;
3 être habité ; être fréquenté, être rempli d’habitants ; en gén. être plein : ὀρῷ ναῖον ἄγγεα OD les vases étaient pleins de petit-lait, sel. d’autres νᾶον {de νάω} ruisselaient de petit-lait);
II. tr. 1 habiter (une maison), acc. ; Pass. être habité;
2 donner à habiter (seul. à l’ao. ἔνασα, poét. νάσσα) : καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν OD à Argos je lui aurais donné une ville à habiter ou à remplir de ses gens, à peupler;
3 arranger ou construire un édifice pour le rendre habitable, en gén. bâtir ; à l’ao. Pass. ἐνάσθην, s’établir, se fixer : Ἄργεϊ IL à Argos.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
2épq. c. νάω.

English (Autenrieth)

(σνάϝω), ipf. ναῖον (v. l. νᾶον): flow; ὀρῷ, ‘ran overwith whey, Od. 9.222.
inf. ναιέμεν, ipf. iter. ναίεσκον, aor. νάσσα, pass. aor. νάσθη, mid. pres. part. (εὖ) ναιόμενος: dwell, inhabit, be situated, Il. 2.626; the aor. is causative, καί κέ οἱ Ἄργεϊ νάσσα πόλιν, ‘would have assigned him a town to dwell in,’ Od. 4.174; pass., νάσθη, settled in, Il. 14.119.