κρεο-

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεο Medium diacritics: κρεο- Low diacritics: κρεο- Capitals: ΚΡΕΟ-
Transliteration A: kreo- Transliteration B: kreo- Transliteration C: kreo- Beta Code: kreo

English (LSJ)

representing stem of κρέας in Compds., freq. written κρεω- in codd.

Greek Monolingual

και κρεατ(ο)- (AM κρε[ο]- και κρεω-, Α και κρεα- και κρεη- και κρειο-)
α' συνθετικό λέξεων της Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε αποτελείται από κρέας (κρεατόπιτα, κρεατόσουπα). Η συνηθέστερη μορφή του α' συνθετικού είναι κρε(o)-, ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και με τη μορφή κρεατο- < κρέας, κρέατος (κρεατομηχανή). Σε αρχ. σύνθ. εμφανίζεται και με τις εξής μορφές: α) κρεω-, που σχηματίστηκε από τη γεν. εν. κρέως και με επίδραση άλλων μορφών α' συνθετικών, όπως γεω
(< γαῑα, γῆ), π.χ. γεωγράφος, και λεω- (< λεώς, αττ. τ. του λαός), π.χ. λεωφόρος
β) κρεη-, που οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους (πρβλ. και θανατηφόρος)
και γ) κρειο-, που σχηματίστηκε πιθ. με την επίδραση της γεν. πληθ. κρειῶν. Λ. με αυτό το α' συνθετικό είναι: κρεάγρα, κρεοπώλης, κρεοφάγος
αρχ.
κρεάγρευτος, κρεαδοσία, κρεανόμος, κρεηδόκος, κρεηφάγος, κρειοδόκος, κρειοφάγος, κρεοβόρος, κρεοδαίτης, κρεοδείρα, κρεοδότης, κρεοδόχος, κρεοθέτης, κρεοθήκη, κρεοκάκκαβος, κρεοκόπος, κρεονομία, κρεοποιός, κρεοσιτώ, κρεοστάθμη, κρεουργός, κρεοφόρος, κρεωνομώ
αρχ.-μσν.
κρεωβορία
μσν.
κρεατοπουλειό, κρεοτομώ
νεοελλ.
κρεατάλευρο, κρεατοελιά, κρεατόκονις, κρεατοκόπτης, κρεατομηχανή, κρεατόμυλα, κρεατόπιτα, κρεατοσάνιδο, κρεατόσουπα, κρεατοφαγάς, κρεατοφάγος, κρεατόχρους, κρεατόχρωμος, κρεοκόπτης, κρεοσκοπία].