λωτός
English (LSJ)
ὁ (λῶτα· ἄνθη, Hsch. is perh. for ἄωτα), name applied to various plants and trees (Thphr.HP7.15.3, Plin.HN14.101, cf. Hsch.) providing fodder or fruit: I fodder plants, 1 clover, trefoil, Trifolium fragiferum, Od.4.603, Thphr.HP7.8.3, 7.13.5, Dsc. 4.111. 2 fellbloom, Lotus corniculatus, Il.14.348, Plin.HN22.55. 3 = τῆλις, fenugreek, Trigonella Foenum-graecum, Dsc.2.102; λ. ἄγριος wild fenugreek, T. gladiata, Id.4.111, Gal.12.65. 4 melilot, T. graeca, Thphr.HP9.7.3. b Italian melilot, Melilotus messanensis, Dsc.4.110, Gal. l.c. 5 = κύτισος, Medicago arborea, Ps.-Dsc.4.112. II Nile water-lily, Egyptian lotus, Nymphaea Lotus, Hdt.2.92, Thphr.HP4.8.9, PHib.1.152 (iii B.C.), Dsc.4.113, Plin.HN13.107; the blue species (Nymphaea stellata), Thphr.HP 4.8.11; also, Nymphaea Nelumbo, Ath.3.73a. III of trees found in Libya, 1 nettle-tree, Celtis australis, Thphr.HP1.5.3, 4.3.1, Dsc. 1.117, etc.; used for making flutes, Thphr.HP4.3.4: hence b in E. (lyr.) and later poets, flute, λ. . . Μουσᾶν θεράπων El.716, cf. Pae.Delph.12, AP7.182 (pl., Mel.); Λίβυς λ. E.Tr.544, Hel.170, IA 1036, prob. in Limen.13. c pipe inserted in the νάβλα, Sopat. 10. d tube or stalk of vaginal speculum, Aët. 16.89, Paul.Aeg. 6.73. 2 tree growing among the Lotophagi, Zizyphus Lotus, λωτοῖο . . μελιηδέα καρπόν Od.9.94, cf. Hdt.2.96, 4.177, Thphr.HP4.3.1-4, Plb.12.2.2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nom de diverses plantes :
1 lotus grec, qu’on donnait aux chevaux comme fourrage;
2 lotus de Cyrénaïque ou des Lotophages, càd jujubier ; fruit de cet arbre, càd lotus ou jujube;
3 lotus d’Égypte, sorte de nénuphar;
4 lotus du N de l’Afrique, d’un bois dur et noir ; flûte en bois de ce lotus.
Étymologie: DELG terme médit. d’origine obscure.
English (Autenrieth)
lotus.—(1) a species of clover, Od. 4.603, Il. 14.348.—(2) the tree and fruit enjoyed by the Lotus-eaters, Od. 9.91 ff. Said to be a plant with fruit the size of olives, in taste resembling dates, still prized in Tunis and Tripoli under the name of Jujube.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α λωτός)
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή
2. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών, που κανένα δεν κατατάσσεται από τους βοτανικούς στο γένος λωτός
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ειδών φυτών και θάμνων
2. ονομασία δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή της Λιβύης, όπως ο θάμνος κελτίς η νότιος, από το σκληρό μαύρο ξύλο του οποίου κατασκευάζονταν ανδριάντες και αυλοί
3. συνεκδ. ο αυλός
4. το θαμνώδες δένδρο ζίζυφος λωτός
5. σωληνοειδές όργανο που αποτελούσε μέρος του ασιατικού μουσικού οργάνου νάβλος ή νάβλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ. αβέβαιης προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από το εβρ. lōt, το οποίο στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα αποδίδεται με τη λ. στακτή «έλαιο που στάζει από διάφορα δέντρα» — η λ., επομένως, δήλωνε αρχικά ένα δέντρο από το οποίο εκκρίνεται λάδι, όπως είναι η μελικουκιά.
ΠΑΡ. αρχ. λωτόεις, λωτώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) λωτοειδής, λωτοφάγος
αρχ.
λωτοβοσκός, λωτομήτρα, λωτοτρόφος, λωτοφόρος
νεοελλ.
λωτόμηλα. (Β' συνθετικό) αρχ. μελίλωτος, μυρόλωτος, ξυλόλωτος, πικρόλωτος.