ναύκραρος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύκραρος Medium diacritics: ναύκραρος Low diacritics: ναύκραρος Capitals: ΝΑΥΚΡΑΡΟΣ
Transliteration A: naúkraros Transliteration B: naukraros Transliteration C: naykraros Beta Code: nau/kraros

English (LSJ)

ὁ, in early Athens,

   A the chief official of a division (ναυκραρία) of the citizens for financial and administrative purposes, Lex Solonis ap.Arist.Ath.8.3, etc.; οἱ πρυτάνιες τῶν ν. Hdt. 5.71; [Κλεισθένης] κατέστησε δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ν. Arist.Ath.21.5; cf. ναύκληρος 11.2, ναύκλαρος. (-κραρος prob. = 'chief', cf. pr. n. [Λ]ακραρίδας IG7.1931: from -κρᾱσρος, cf. κάρα.)

German (Pape)

[Seite 231] ὁ (ursprünglich ei n Wort mit ναύκληρος, Schiffspatron, vgl. Böckh Staatsh. II, 87 u. ναυκραρία), Vorsteher einer alten Bürgergemeinschaft in Athen, wo das Volk in vier Phylen, jede Phyle in zwölf ναυκραρίαι eingetheilt war, deren jede ein Schiff stellen und ausrüsten mußte; wahrscheinlich wurde der Reichste in solcher Bürgerabtheilung, der am meisten zu den Kosten hergab, der Schiffspatron und zugleich Vorsteher seiner Abtheilung, der besonders die Geldbeiträge zu erheben hatte. Nach Kleisthenes' Eintheilung in zehn φυλαί treten die δήμαρχοι an die Stelle der ναύκραροι, und die δῆμοι an die der ναυκραρίαι, obwohl sie für den besonderen Zweck der Schiffsausrüstung noch, funfzig an Zahl, fortbestanden zu haben scheinen. Später συμμορίαι. Bei Her. 5, 71 heißen die neun Archonten πρυτάνις τῶν ναυκράρων, wenn man Thuc. 1, 126 vergleicht. S. noch Schol. Ar. Nubb. 37, Lob. Phryn. 431 u. die unter ναυκραρία angeführten Schriften.

Greek (Liddell-Scott)

ναύκρᾱρος: ὁ, ἐν Ἀθήναις, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν διαίρεσιν (ναυκραρίαν) τῶν πολιτῶν, αἵτινες δι’ οἰκονομικοὺς λόγους εἶχον κατασταθῇ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Σόλωνος. Ὑπῆρχον δὲ 4 ἐν ἑκάστῃ φρατρίᾳ, ἑπομένως 12 ἐν ἑκάστῃ τῶν παλαιῶν 4 φυλῶν, ἐν ὅλῳ 48, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει ναύκλαροι). Δὲν φαίνεται ὅτι εἶχον σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ ναυτικόν, ἕως οὗ ὁ Σόλων ἐπέβαλεν εἰς ἕκαστον αὐτῶν νὰ παρέχῃ εἰς τὴν πολιτείαν ἓν πλοῖον καὶ δύο ἱππεῖς· ὥστε ἡ ἐκ τοῦ ναῦς ἐτυμολογία εἶναι ἧττον πιθανὴ τῆς ἐκ τοῦ ναίω, ἐπειδὴ πιθαν. οἱ ναύκραροι ἦσαν οἱ πρῶτοι κτηματικοὶ (πρβλ. ναύκληρος ΙΙ), Grote H. of Gr. 3, σελ. 71 κἑξ. Οἱ δὲ πρυτάνεις τῶν ναυκράρων ἀντεστοίχουν πρὸς τοὺς μετὰ ταῦτα δημάρχους· διότι τὰς ναυκραρίας ἀντικατέστησαν οἱ δῆμοι κατὰ τὴν νομοθεσίαν τοῦ Κλεισθένους, ἴδε Ἡρόδ. 5. 71, ἐν παραβολῇ πρὸς Θουκ. 1. 126· κατέστησε δὲ (ὁ Κλεισθένης) καὶ δημάρχους τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐπιμέλειαν τοῖς πρότερον ναυκράροις· καὶ γὰρ τοὺς δήμους ἀντὶ τῶν ναυκραριῶν ἐποίησεν Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 31. 12, 11. 1, 4, ἔκδ. Blass, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 37· πρβλ. καὶ Thirlw. Hist. Gr. 2, σελ. 22, 52, Grote ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ διαίρεσις εἰς ναυκραρίας διετηρήθη ἐν τοῖς πλείστοις τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων αὐξηθέντος τοῦ ἀριθμοῦ αὐτῶν εἰς 50 (5 ἐν ἑκάστῃ τῶν 10 νέων φυλῶν), Böckh. Ρ. Ε. 1. 341.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
président de section de chaque tribu, à Athènes.
Étymologie: ναῦς, κράτος.

Spanish

naucraro

Greek Monolingual

ναύκραρος, ὁ (Α)
πολύ πλούσιος πολίτης ο οποίος ήταν αρχηγός της ναυκραρίας και ασκούσε οικονομικά και διοικητικά καθήκοντα πριν από την εποχή του Σόλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ναύκληρος.