κυκλόθεν
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
Adv.
A from all around, κ. ὁδὸς περίχει Lys.7.28, cf. Hp. Fract.33, Thphr.HP4.6.10 (dub.l.), etc.: c. gen., LXX 3 Ki.18.32, al., Apoc.4.3: c. dat., LXX 3 Ki.6.5: spelt κύκλωθεν, IPE12.175 (Olbia), and sts. in codd., but this spelling is condemned by Theognost. Can. 156, and arose from a supposed connexion with κύκλῳ.
German (Pape)
[Seite 1526] aus dem Kreise, von ringsherum; κ. ὁδὸς περιέχει Lys. 7, 28; Schol. Thuc. 7, 82 erkl. so πανταχόθεν; auch bei a. Sp. Ueber die von Theophr. an bei Sp. übliche Form κύκλωθεν s. Lob. zu Phryn. 9.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόθεν: Ἐπίρρ., γύρωθεν, «ὁλόγυρα», Λυσ. 110. 41, Ἱππ. Ἀγμ. 774, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10, κτλ.· μετὰ γεν., Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ΙΗ΄, 32, κ. ἀλλ.), Ἀποκάλ. δ΄, 3· συχνάκις μετὰ διαφ. γραφ. κύκλωθεν. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 9.
French (Bailly abrégé)
adv.
de tous les points d’alentour, tout autour.
Étymologie: κύκλος, -θεν.
English (Strong)
adverb from the same as κύκλῳ; from the circle, i.e. all around: (round) about.
English (Thayer)
(κύκλος (see κύκλῳ)), adverb round about, from all sides, all round: κυκλόθεν τίνος, in Lysias, p. 110,40 (olea sacr. 28); Qu. Smyrn. 5,16; Nonnus, Dionysius 36,325; the Sept. often for מִסָּבִיב, סָבִיב סָבִיב, and simply סָבִיב; many examples from the Apocrypha are given in Wahl, Claris Apocryphorum, etc., under the word.)
Greek Monolingual
κυκλόθεν (AM, Μ και κύκλοθε[ν])
επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω («κυκλόθεν δὲ ὁδὸς περιέχει», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. θεό-θεν, πατρό-θεν)].
Greek Monotonic
κυκλόθεν: επίρρ., από ολόγυρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κυκλόθεν: I adv. кругом, вокруг (κ. ὁδὸς περιέχει Lys.).
II praep. cum gen. вокруг (ἶρις κ. τοῦ θρόνου NT).